Διαδρομή προς το χωριό Σέρβου - Slideshow          ΧΔ

Κυριακή 4 Μαρτίου 2012

on Δημοσίευση σχολίου

Ο γάμος - Λαογραφία και παράδοση

Αναδημοσίευση
Πηγή: Ιστοσελίδα www.dimitsana.net

Κι ενώ τα χρόνια περνούν και παίρνουν μαζί τους έθιμα, συνήθειες, αξίες, ένας θεσμός παραμένει αναλλοίωτος στο νου και την καρδιά των ανθρώπων, ο γάμος, που αποτελεί στόχο ιερό και θεωρείται σταθμός στη ζωή του ανθρώπου, γεγονός σημαντικό για όλους, τόσο για τους ίδιους τους νέους και την οικογένειά τους, όσο και για την τοπική κοινωνία στην οποία είναι ενταγμένοι χαρά μεγάλη, γιατί η προκοπή κι η κοινωνική αναγνώριση είναι έννοιες συνδεδεμένες με τον έγγαμο βίο. Ευλογία θεωρείται ο γάμος, αφού προορισμός του ανθρώπου είναι να συνεχίσει τη γενιά του. Μια τέτοια στιγμή δεν μπορεί παρά να συνοδεύεται από τραγούδι και χορό και ποικίλα έθιμα που την καθιστούν ξεχωριστή, μοναδική.
Βέβαια τα πράγματα δεν είναι πάντα ιδανικά και τα συναισθήματα είναι ανάμικτα σε μια κοινωνία πατριαρχική, όπου η απόφαση του γάμου σχεδόν πάντα είναι ειλημμένη από τον πατέρα. Η μέλλουσα νύφη δεν έχει δικαίωμα επιλογής ούτε λόγου. Όλα είναι κανονισμένα και οφείλει να υπακούσει, κι ας υφαίνει χρόνια ολόκληρα τα όνειρά της στον αργαλειό γι' αυτήν την τόσο σπουδαία μέρα, που σηματοδοτεί τη μεγαλύτερη αλλαγή στη ζωή της. Χρόνια ολόκληρα πάνω σε ένα κέντημα για να είναι έτοιμη η προίκα όταν θα έρθει «η σειρά της», μια και όλα πρέπει να τακτοποιηθούν με σωστό τρόπο, για να μην μείνει καμιά γεροντοκόρη! Έτσι, η σειρά γέννησης της κόρης καθορίζει και τη σειρά στο γάμο. Πρώτα θα παντρευτεί η μεγαλύτερη αδερφή και ακολούθως οι μικρότερες. Γι' αυτό και το καθιερωμένο γλυκό του κουταλιού θα το προσφέρει στον υποψήφιο γαμπρό η υποψήφια νύφη μόνο. Οι αδερφές δεν πρέπει να εμφανισθούν, για να μην υπάρξει σύγκριση με δυσάρεστα επακόλουθα. Συχνά βέβαια οι δυσάρεστες εκπλήξεις είναι αναπόφευκτες, όταν η προίκα γίνεται αιτία διάλυσης της «συμφωνίας» του γάμου. Άγχος δυσβάσταχτο για την οικογένεια το προίκισμα της κόρης. Διότι, όσο κι αν την έχει προικίσει η φύση με χαρίσματα σωματικά, όσο κι αν είναι προικισμένη με ηθικές ή πνευματικές αρετές, αν δεν υπογραφεί προικοσύμφωνο, νυφούλα δε γίνεται και πάνε τζάμπα τα προικιά που ετοιμάζει! Την ευθύνη της προικοδότησης έχει εκτός από τον πατέρα κι ο μεγαλύτερος αδερφός, που έχει χρέος, ακόμα κι αν χρεωθεί, να αποκαταστήσει πρώτα τις αδερφές του και μετά να φροντίσει για τη δική του «καλή τύχη».

Το προξενιό


Ο γάμος εγινότανε με προξενιό. Το προξενιό το κάνανε συνήθως οι «συμπεθεροφτιάχτες» ή «συμπεθεριάστρες». Αυτοί είσαντε επιτήδειοι και ξέρανε ποιος ταιριάζει με ποια και πηγαίνανε στους γονείς των παιδιών και τα «κουβεντιάζανε». Οι συμπεθεριάστες (άντρας και γυναίκα) παίρνανε δώρο όταν συμφωνάγανε μια «αλλαξιά», δηλαδή ένα κοστούμι ή τα εσώρουχα. Ακόμα ο γάμος εγινότανε και μόνο με τη θέληση του πατέρα του γαμπρού και του πατέρα της νύφης. Αυτοί συνήθως είσαντε φίλοι και καμιά φορά κει που επίνανε πρότεινε ο ένας στον άλλο ν' αρραβωνιάσουνε τα παιδιά τους, να συμπεθεριάσουνε. Μόλις πια «τα τελειώνανε» οι δυο πατεράδες και συμφωνάγανε είτε μόνοι τους είτε με τη μεσολάβηση του συμπεθεριάστη, το λέγανε πια στα παιδιά τους. Δεν τα ρωτάγανε. Πήγαινε ο πατέρας στο σπίτι κι έλεγε: «Ξέρεις τι; Σ' αρραβωνιάσαμε». Η κοπέλα συνήθως δεν έλεγε τίποτα.
Mετά το προξενιό, αλλά πριν τον αρρεβώνα, πήγαινε επίσκεψη ο γαμπρός στης νύφης για να την εδεί. Παλαιά, αφού δεν έβγαινε καθόλου το κορίτσι από το σπίτι, καμιά φορά τον εγελάγανε το γαμπρό. Του δείχνανε τη μικρή αδερφή, αλλά ύστερα τον επαντρεύανε με τη μεγάλη.

Ο λόγος


Ο πατέρας τα κανόνιζε όλα. Το κορίτσι ετοίμαζε την προίκα και περίμενε να πει το «ναι» ο πατέρας της και να την παντρέψει. Δεν την ερώταγε την τσούπα ο πατέρας. Λίγες είσαντε εκείνες που αντιδράγανε.
Καμιά φορά το προξενιό εχάλαγε για τα «δοσίματα», δηλαδή ο γαμπρός εγύρευε μεγαλύτερη προίκα. Πολλές φορές ο πατέρας δεν το έλεγε στην κόρη ότι θα την αρραβωνιάσει. Όταν τα 'χε συμφωνημένα, έλεγε πια στη γυναίκα του: «Αύριο θα 'ρθει κάποιος στο σπίτι για να μιλήσουμε». Η κόρη ήτανε μπροστά, αλλά δεν της ελέγανε πως αυτός που θα ερχότανε στο σπίτι τους ήτανε ο γαμπρός. Ερχότανε ο γαμπρός στο σπίτι και τότες ο πατέρας έλεγε στην κόρη ότι θα την αρραβωνιάσει μ' αυτόν. Η κοπέλα δεν εμίλαγε καθόλου. ούτε «ναι» ούτε «όχι». Έριχνε μόνο τα μούτρα χάμου και ντρεπότανε να κοιτάξει το γαμπρό.
Αφού συζητάγανε στο σπίτι της κόρης ο πατέρας με το γαμπρό, επίνανε μετά κρασί και ελέγανε «να ζήσουνε». Αυτό ελεγότανε «λόγος», δηλαδή ο πατέρας «λογόδινε» την κόρη του και την ετοίμαζε πια για το γάμο.
Άμα ο πατέρας το 'χε πει από πρωτύτερα της κόρης ότι θα την επαντρέψει, το κορίτσι ετοιμαζότανε, έφτιαχνε «γλυκό».

Το προικοσύμφωνο


Μετά από το λόγο, ο πατέρας της νύφης επήγαινε στο σπίτι του γαμπρού και το «προικοσύμφωνο». Επαίρνανε ένα χαρτί, εφτιάνανε πάνω ένα σταυρό και από κάτω γράφανε: «εις το όνομα του πατρός και του υιού» .Στο προικοσύμφωνο εγράφανε ένα-ένα τα προικιά που θα 'παιρνε το κορίτσι (τετζέρια, χαλιά, αλλαξιές, λεφτά, χτήματα). Το κορίτσι ετοίμαζε από μικρό την προίκα του, εκένταγε, ύφαινε. Το προικοσύμφωνο το κράτηγε ο γαμπρός. Αφού εφτιάνανε το προικοσύμφωνο επηγαίνανε πια μαζί με τη μάνα του γαμπρού στο σπίτι της νύφης και τη «γλυκαίνανε». Εφέρνανε λουκούμια και μερικές φορές εφέρνανε και λίγα κουφέτα .

Η προίκα της κόρης


Η προίκα της κόρης ετοιμαζότανε νωρίς από τη μάνα και μετά τα ίδια τα κορίτσια εφτιάχνανε τα προικιά τους. Από το σχολείο αρχίζανε να κεντάνε και να πλέκουνε. Αυτά που εφτιάχναμε (κεντήματα, πλεχτά), τα εβάζαμε σε μπαούλα. Τα χοντρά ρούχα για το σπίτι, που 'σαντε και υφαντά (κιλίμια, αντρομίδες, κουρελούδες, λιοπάνες, βελέντζες, παπλώματα κ.α.) τα στοιβάζαμε στο γιούκο.
Τα ρούχα για όλες τις κόρες η μάνα τα έβαζε σ' ένα γιούκο, δεν είχε ένα γιούκο χώρια για την κάθε κόρη. Μόλις ερχότανε η σειρά της καθεμιάς, τα χωρίζανε.
Για προίκα μας εδίνανε πολλά πράγματα, αναλόγως και τις απαιτήσεις του γαμπρού. Επαίρναμε χρήματα, χωράφια, χρυσαφικά, άμα είχαμε, πανωφόρια, ρούχα, εσώρουχα, και του αντρός και τα δικά μας, τα εργόχειρά μας (πετσέτες, πετσετάκια, τραπεζομάντιλα, κεντήματα κ.α.), σεντόνια, κουβέρτες, χαλιά, μπαούλα, τετζέρια, τηγάνια, τεψιά, μαχαιροπίρουνα κ.α. Άμα είχε μεγάλη οικονομική δύναμη ο πατέρας έδινε και περισσότερα. Για την προίκα των κοριτσιώνε εδούλευε κι ο μεγάλος αδερφός .

Οι αρραβώνες


Μετά εκανονίζανε πότε θα γενούνε οι αρρεβώνες. Οι αρρεβώνες γινόνται πάντα Κυριακή, γιατί τις άλλες μέρες δουλεύουνε και κρατάνε ένα, δύο ή και τρεις μήνες μέχρι να γένει ο γάμος. Αρχινάνε ύστερα τις ετοιμασίες. Στο σπίτι της νύφης καθαρίζουνε, ασπρίζουνε, φτιάνουνε γλυκά. Τις περισσότερες φορές εφτιάναμε δίπλες ή καρυδένιους. Εκαλήγαμε όλους τους συγγενήδες. Το κάλεσμα ήτανε δυο ζαχαρωτά με δυο γαρίφαλα. Αυτά τα εδιπλώνανε σε ένα χαρτί και το χαρτί πάλι το βάνανε σε μια πετσέτα άσπρη και επηγαίνανε στα σπίτια των συγγενήδων και τα εδίνανε. Έτσι εκαλήγανε και στο γάμο. Ακόμα το λέγανε «με το στόμα», χωρίς να στείλουνε τίποτα. Οι πλούσιοι στο γάμο εστέλνανε «καλεσοχάρτια».
Αυτά τα ετυπώνανε. Μετά ο γαμπρός ερχότανε και έφερνε το κάλεσμα της νύφης. Το κάλεσμα για τον αρραβώνα ήτανε ένα σφαχτό. Ήφερνε ο γαμπρός το σφαχτό και το ψωμί της νύφης. Αυτά τα εβάνανε σε δυο ντισάκια και τα εκρεμάγανε σ' ένα άλογο, από τη μια μεριά το σφαχτό κι απ' την άλλη το ψωμί. Επηγαίνανε και κρασί στη νύφη.
Τη μέρα του αρρεβώνα μαζευόνται στο σπίτι του γαμπρού και παιδιά με κανίστρια πόχουνε μέσα κουφέτα και γλυκά. Ξεκινάνε όλοι μαζί κι ο γαμπρός μπροστά με τους συμπεθέρους για να πάνε στο σπίτι της νύφης . 
Στο δρόμο ετραγουδάγανε:
«Δυο ήλιοι δυο φεγγάρια- δυο φεγγάρια,
αμάν βγήκανε σήμερα, μελαχρινούλα μου,
αμάν βγήκανε σήμερα.
Το 'να στο πρόσωπό σου-πρόσωπό σου
αμάν τ' άλλο στα σύννεφα,
μελαχρινούλα μου,
αμάν τ' άλλο στα σύννεφα.
Διαμάντι δαχτυλίδι-δαχτυλίδι,
αμάν φορείς στο χέρι σου,
μελαχρινούλα μου,
αμάν φορείς στο χέρι σου.
Κι απάνω γράφει η πέτρα γράφει η πέτρα
αμάν θα γίνω ταίρι σου,
μελαχρινούλα μου,
αμάν, θα γίνω ταίρι σου».

Μόλις έμπαινε ο γαμπρός στο σπίτι εχαιρέταγε τη νύφη, αλλά αυτή ντρεπότανε. Εκάνανε πια τις αρρεβώνες. Εβάνανε το εικόνισμα απάνου στο τραπέζι, το σταυρώνανε τρεις φορές λέγοντας «να ζήσουνε». Την ώρα που γένεται ο αρρεβώνας η νύφη με το γαμπρό αλλάζουν ένα μαντήλι, για να μην τους «αμποδέσουν» και μετά αρχίζανε το γλέντι.

Στον αρρεβώνα ελέγανε κι αυτό το τραγούδι παλιά:
Καλά 'ναι τ' αρραβωνιάσματα
μα 'χουν κι αναστενάγματα.
Καλά 'ναι τα στεφανώματα
μα 'χουν κι ανακατώματα.
Φίδι να φάει τα στόματα
που λεν τ' ανακατώματα.
Φίδι να φάει τους εχθρούς
που λεν τους λόγους τους κακούς. 

Δέκα με δεκαπέντε μέρες μετά τον αρραβώνα επήγαινε ο πατέρας, η μάνα κι οι άλλοι κοντινοί συγγενήδες στο σπίτι του γαμπρού και επηγαίνανε εκεί σφαχτό και γλυκά και ετρώγανε. Η νύφη δεν επήγαινε κοντά. Η μάνα έλεγε στην κόρη: «Θα πας μια και καλή νύφη στο σπίτι». Στον αρρεβώνα οι συγγενήδες εκάνανε και δώρα στη νύφη .

Η προετοιμασία και η διαδικασία της προικοπαραλαβής


Λίγες μέρες προτού γένει ο γάμος ετοιμάζανε τα προικιά. Τα εβγάνανε από το γιούκο και τα μπαούλα και επλένανε τα σεντόνια, τα μαξιλάρια, τα τραπεζομάντιλα κ.α. Εμαζευόσαντε τα κορίτσια από τη γειτονιά ή συγγενήδες και τα εσιδερώνανε. Το σπίτι τότες είχε μεγάλη χαρά. Είχανε γλυκά και ήτανε σα γιορτή. Την Τετάρτη εντύνανε τα προικιά (τα μαξιλαράκια, τους φακέλους τα επερνάγανε στα κλίφια τους). Τα ρούχα που θα 'παιρνε η νύφη τα βάνανε οι κοπέλες στα μπαούλα που θα 'παιρνε προίκα και ερίχνανε πάνω στα προικιά ρύζι, για να ριζώσει το ζευγάρι και να ?ναι ευτυχισμένοι. Και κουφέτα ερίνανε. Οι κοπέλες ετραγουδάγανε και εχορεύανε .
Το Σάββατο το πρωί οι συγγενήδες του γαμπρού και άλλοι επηγαίνανε με τα ζα τους να πάρουνε τα προικιά στο σπίτι της νύφης. Επηγαίνανε το κανίσκι, χάρες (αλλαξιές) της πεθεράς και του κουνιάδου, σφαχτά, ψωμιά, κρασί, το φόρεμα της νύφης, κουφέτα κ.α.

Στο δρόμο συνήθως λέγανε αυτό το τραγούδι:
Βάτους κι αγκάθια πάτησα ώσπου να σ' αγαπήσω
και τώρα που σ' αγάπησα πώς να σε λησμονήσω.
Θα γίνω γης να με πατάς, γεφύρι να περάσεις,
θα γίνω μια γλυκομηλιά στον ίσκιο μου να κάτσεις.
Να πέφτουν τ' άνθια απάνω σου, τα μήλα στην ποδιά σου
και τα χρυσά τριαντάφυλλα τριγύρω στα μαλλιά σου .

Πηγαίνανε για να παραλάβουνε τα προικιά με τρία, πέντε ή επτά γαϊδούρια ή μουλάρια. Στο ένα μουλάρι βάνουνε δυο μπαούλα κι απ' όξω απ' τα μπαούλα έχουνε τα ρούχα στολισμένα. Στο άλλο μουλάρι βάνουνε τα στρώματα και στο άλλο μια κοφίνα με τα χαλκώματα (τετζέρια, τεψιά, σαγάνια, τηγάνια, χαρανί κ.α.). Μετά η νύφη έδενε από ένα μαντήλι σε κάθε ζο που εκουβάλαγε τα προικιά και από ένα μαντήλι εκάρφωνε στο σακάκι των αντρώνε (του πεθερού, του κουνιάδου). Στις γυναίκες δένανε ένα μαντήλι πιο μικρό. Το σόι της νύφης έκρυβε ένα ρούχο από τα προικιά, που είσαντε γραμμένα στο προικοσύμφωνο και μόλις απομακρυνόσαντε οι συμπέθεροι τους το εδείχνανε και εγελάγανε τάχα μου ότι τους εξεγελάσανε.
Οι συμπέθεροι το 'χανε σε κακό να κάνει τα κόπρανά του το ζο με τα μπαούλα, γιατί ελέγανε ότι δε ζει η νύφη. Όταν εφτάνανε στο σπίτι του γαμπρού, ερίνανε ένα μαξιλάρι στα κεραμίδια και το αφήνανε εκεί τρεις μέρες. Όσοι είσαντε στο σπίτι του γαμπρού και περιμένανε ασημώνανε τα προικιά , τους ερίνανε ρύζι και βάνανε πάνω ένα αγοράκι για να κάνει το αντρόγυνο αγόρια .

Το γλέντι του Σαββάτου


Ο γάμος εγινότανε πάντα Κυριακή. Την παραμονή εγινότανε το γλέντι της νύφης. Εκεί δεν ερχότανε το συμπεθεριό του γαμπρού. Ο γαμπρός εγλένταγε στο δικό του σπίτι. Η νύφη με το σόι της και τους δικούς της ανθρώπους εγλεντάγανε στο σπίτι της. Είχανε ετοιμάσει σφαχτά, γλυκά κ.α. και τραγουδάγανε και χορεύανε .

Ένα τραγούδι που λέγανε στο τραπέζι του Σαββατόβραδου ήταν κι αυτό:
Απάνω στην τριανταφυλλιά έφτιαξε η πέρδικα φωλιά
μέσα την φτιάνει με φλωριά κι απάνω με τριαντάφυλλα.
Κι αναταράχθη η πέρδικα και πέσαν τα τριαντάφυλλα
και στείλαν και τα μάσανε, ροδόσταμο τα φτιάξανε,
να ράνουν νύφη και γαμπρό και όλο το συμπεθεριό,
να πάρουνε τη μυρωδιά του, τ' αργυροροδόσταμά του .

Η μέρα του γάμου


Την Κυριακή το πρωί πια ο γαμπρός και η νύφη ετοιμαζόσαντε για το γάμο, για τα στεφανώματα. Η νύφη λούζεται το πρωί και πάνε κοπέλες, τηνε ντύνουνε και τηνε χτενίζουνε. Ακόμα τη νύφη τη στολίζει και η μοδίστρα που είχε ράψει το φόρεμα, που δεν ήτανε πάντα λευκό. Της βάνουνε το νυφικό, πόχει χρώμα ροζ ή κρεατί ή σιέλ κι είναι ζωτό με δαντέλες. Της βάνανε και πέπλο λευκό για την αγνότητα.
Το μαλλί της νύφης το φτιάνουνε τσακιστό με χτενάκια και φουρκέτες. Το κατσαρώνανε με καρφί καμμένο. Για να έχει κόκκινα μάγουλα η νύφη έπινε βρασμένη κανέλα. Μάλιστα, για το κακό το μάτι έπρεπε κάποιο εσώρουχό της να το έχει φορέσει και το Σάββατο το βράδυ κατά τον ύπνο της. Τις κάλτσες και τα παπούτσια της τα φόραγε ο «μπραζέρης» ή « παρακούμπαρος» για να κάνει αγόρια. Στις σόλες οι ανύπαντρες κόρες έγραφαν τ' όνομά τους. Βγαίνοντας η νύφη απ' το κατώφλι του σπιτιού έσουρνε το δεξιό της παπούτσι κι όποιας κοπέλας έσβηνε το όνομα αυτή σήμαινε ότι θα την έπαιρνε μαζί της η νύφη, δηλαδή θα παντρευόταν τον ίδιο χρόνο .

Όλη αυτή την ώρα που ετοιμάζουνε τη νύφη τραγουδάνε:
Νύφη μου το φουστάνι σου
αγγέλοι σου το ράβουν
και κάτου στο ποδόγυρο
δυο 'νοματάκια γράφουν.

Νύφη μου να σε παίνευα
αλλά είσαι παινεμένη
από τα νύχια στην κορφή
στα άσπρα στολισμένη.

Να πω γα τα μαλλάκια σου
που 'ναι σαν το μετάξι
αγγέλοι τα εχτένιζαν
νύφη μου με την τάξη. 

Νύφη μου να σε παίνευα,
αλλά εισαι παινεμένη
από τα νύχια ως την κορφή
σαν άστρο στολισμένη. 

Να πω για τα χειλάκια σου
που 'ναι σαν το κεράσι
κι αυτός ο νιός που τα φιλεί
ποτέ δε θα γεράσει. 

Νύφη μου ωραιότατη
και στρογγυλό φεγγάρι
πόσα φλωριά τ' αγόρασες
αυτό το παλικάρι. 

-Χίλια φλωριά τ' αγόρασα
και πεντακόσια γρόσα
όσα κι αν είχα τα 'δωσα
για την καλή του γλώσσα. 

-Νύφη σήκω το χέρι σου
και κάνε το σταυρό σου
παρακαλέσεις το Θεό
να ζήσει ο σύντροφός σου. 

Ένα άλλο τραγούδι που λέγανε αυτές τις ώρες ήταν:
Μια Παρασκευή κι ένα Σαββάτο βράδυ
η μάνα μ' έδιωχνε, ωρέ η μάνα μ' έδιωχνε,
η μάνα μ' έδιωχνε από τ' αρχοντικό μου.

Κι ο πατέρας μου, ωρέ κι ο πατέρας μου,
κι ο πατέρας μου κι αυτός μου λέει να φύγω.
Φεύγω κλαι- ωρέ φεύγω κλαίγοντας. 

Την ώρα που ετοιμαζότανε η νύφη είχε πάει κι ο γαμπρός στο κουρείο κι είχε ξυριστεί. Μόλις ο γαμπρός ετοιμαζότανε, έρινε μια ντουφεκιά και μετά εκινάγανε όλοι μαζί το συμπεθεριό να παν να πάρουνε τον κουμπάρο και μετά τη νύφη. Μπροστά επροχώραγε ο συχαρικιάρης και έφτανε στο σπίτι της νύφης. Η μάνα της νύφης του εκάρφωνε ένα μεταξωτό μαντήλι. Καμιά φορά έβανε και το ζο που ερχότανε μέσα στο σπίτι «για το καλό». Εκέρναγε κρασί το συμπεθεριό κι ύστερα ερχόταν η νύφη αγκαζέ με τον πατέρα της που την επαράδινε στο γαμπρό. Ο γαμπρός για να την πάρει επλήρωνε τον πεθερό του.

Όλη αυτήν την ώρα ετραγουδάγανε:
Κιτρολεμονιά και μαντζουράνα μου
αρνήσου τους γονείς σου κι έλα αντάμα μου.

-Πώς να τους αρνηθώ και πώς να τους το πω
που είμαι κοριτσάκι δεκαοχτώ χρονώ.

-Πες το κόρη του πατέρα σου,
του μικραδερφού και της μητέρας σου.

-Πώς να τους αρνηθώ και πώς να τους το πω
που τόσο πολύ τους αγαπώ. 

Άσπρη μπαμπακιά την Παναγιώτα μου, [1]
άσπρη μπαμπακιά είχα στην πόρτα μου.
Ήρθανε και μου την κλέψανε
σ' άλλη γειτονιά την εφυτέψανε.

Μ' άφησαν κι εμέ τους κλώνους της
για να περνάω εγώ τους πόνους της.
Μ' άφησαν και εμέ τις ρίζες της
για να περνάω τις πίκρες της. 

Σε είχε η μανούλα σου μια κόλλα διπλωμένη
σήμερα σε ξεδίπλωσε νυφούλα στολισμένη.

Είκοσι χρόνους πότιζα το κρίνο στην αυλή μου
και τώρα μου το παίρνουνε ας έχουν την ευχή μου.

Ευχήσου μου μητέρα μου και δος μου την ευχή σου
σήμερα εγώ παντρεύομαι δεν είμαι πια δική σου.

Με την ευχή μου κόρη μου, με την ευχή παιδί μου
να ζήσεις χρόνους εκατό και να τους διαπεράσεις. 

Να ειπούμε ότι στο δρόμο για την εκκλησία μπροστά επήγαιναν τα όργανα, πίσω η νύφη με το γαμπρό και τον κουμπάρο και ακολουθούσαν οι γονιοί κι οι συγγενήδες της νύφης και του γαμπρού. Ένα παιδί εκράτηγε το δίσκο, που είχε τα στέφανα, τα κουφέτα και πήχες φόρεμα κι ένα άλλο παιδί εκράτηγε τα κεριά.
Μόλις εγινόσαντε τα στεφανώματα η νύφη επροσπάθαγε να πατήσει το πόδι του γαμπρού κι ο γαμπρός το πόδι της νύφης. Μόλις χορεύουνε τον Ησαΐα οι καλεσμένοι τους πετάνε ρύζι, βελανίδια, καρύδια, κουφέτα. Την ώρα που παντρεύονται μια συγγένισσα της νύφης κρατάει μαζί το σακάκι του γαμπρού και το φόρεμα της νύφης για να μην τους αμποδέσουνε. Μετά τα στεφανώματα οι ανύπαντρες επαίρνανε από το δίσκο τα κουφέτα για να ιδούνε ποιον θα παντρευτούνε. Όλος ο κόσμος φιλάει τα στέφανα, που είναι ασημένια και τα παίρνουνε με νοίκι από την εκκλησία. Πάνω απ' αυτά τα στέφανα βάνουνε τα άλλα που τα έχουν αγοράσει κι ύστερα τα φυλάνε στο εικόνισμα.
Έξω από την εκκλησία τα αδέρφια της νύφης εζητάγανε από τον κουμπάρο λεφτά, για να παραδώκουνε τη νύφη στο γαμπρό. Ο κουμπάρος έβγανε κι έδινε λεφτά κι έσπαγε κι ένα ποτήρι. Η πεθερά έβανε στον ώμο του γαμπρού ένα μεταξωτό μαντήλι και του 'δινε και μια σπαλιάρα. 
Μετά εκινάγανε για το σπίτι του γαμπρού, όπου θα μείνει το αντρόγενο και κερναγόνται. Βγαίνουν όξω από το σπίτι οι συγγένισσες με σέτες και τους κερνάνε όλους.

Αυτήν την ώρα που γίνονται τα κεράσματα τραγουδάνε:
Ένα τραγούδι θα σας πω απάνω στο ρεβύθι
χαρά στα μάτια του γαμπρού που διάλεξαν τη νυφη.

Ένα τραγούδι θα σας πω απάνω στο κεράσι,
να ζήσει η νύφη κι ο γαμπρός, να ζήσει να γεράσει.

Ένα τραγούδι θα σας πω απάνω στη δεκάρα
να ζήσει η νύφη κι ο γαμπρός, κουμπάρος και κουμπάρα. 

Ένα αμπελάκι φύτεψα, κουμπάρε,
και εγίνηκε όλο φτέρη
να ζουν οι συμπεθέροι.

Ένα αμπελάκι φύτεψα, κουμπάρε,
κι έγινε όλο αητονύχι
να ζει ο γαμπρός κι η νύφη. 

Χαρά πούχει πολλή σεριά
τ' αδέρφια, τα ξαδέρφια,
χαρά πούχει ένας νιόγαμπρος
με τις πολλές κουνιάδες.

Η μια σελώνει τ' άλογο,
η άλλη το ξεβγάνει,
η Τρίτη η μικρότερη
κρυφά τον κουβεντιάζει.

Γαμπρέ μου σε παρακαλώ
και σου ζητώ μια χάρη
το άνθος που σου δώσαμε
να μη μας το μαράνεις.

Να το ταΐζεις ζάχαρη,
να το ποτίζεις μόσχο. 

Άμα κεραστούνε οι συμπεθέροι από το σόι της νύφης, φεύγουνε και πάνε στο σπίτι τους. Οι συμπεθέροι της νύφης, δηλαδή, δεν επηγαίνανε στο γλέντι μετά το γάμο, γιατί επιστεύανε ότι αν πάει το σόι της νύφης στο τραπέζι θα «μουτζούρωνε» τους νιόνυμφους. Η νύφη αποχωριζότανε πια τους δικούς της. Ούτε τα ανύπαντρα κορίτσια καθόνται στο γλέντι.
Προτού μπει στο σπίτι, εβάνανε τη νύφη να πατήσει σε σίδερο, απάνου στη σιδερωστιά, για να 'ναι σιδερένια και την εταΐζανε μέλι. Εσπάγανε κι ένα ρόιδο κι όσα κουκούτσια πέσουνε τόσα παιδιά θα κάνει. Ακόμα η νύφη προτού εμπεί στο καινούργιο σπίτι επέταγε στα κεραμίδια κουφέτα. Της δίνουν κιόλας να κρατήσει ένα αγοράκι, για να κάνει γρήγορα κι αυτή ένα.
Αν στο σπίτι του γαμπρού είσαντε άλλα νιογάμπρια ασαράντηγα «εμπουχιόσαντε» με νερό. Μετά εγινότανε το τραπέζι του γάμου. Στο τραπέζι του γάμου εκερνάγανε πρώτα σούπα ρύζι με το βραστό και μετά εφέρνανε το ψητό κρέας. Ο κουμπάρος εκάρφωνε ένα μεζέ με το πιρούνι του και το επρόσφερε στη νύφη. Αυτή τότες του εφίληγε το χέρι κι έπαιρνε το μεζέ. Εκερνάγανε κρασιά και δίπλες.

Στο τραπέζι του γάμου ακουγόσαντε πολλά τραγούδια. Ετραγουδάγαμε:

Εμείς εδώ δεν ήρθαμε
να φάμε και να πιούμε.
Μόνο σας αγαπούσαμε
κι ήρθαμε να σας δούμε.

Αυτό το μοσχολούλουδο
που είναι στην αυλή σας
εμείς θα σας το πάρουμε
και δώστε την ευχή σας. 

Ένα μήλο κόκκινο
σε τούτο το τραπέζι
πέφτουν τα άνθη
πέφτει ο μόσχος
και μοσκοβολάει ο τόπος.

Γύρισε, γαμπρούλη μου,
φίλησ' το γείτονά σου,
τη νυφούλα που 'ν' κοντά σου. 

Από χορούς χορεύουνε τσάμικο, καλαματιανό και πρώτος μπαίνει ο κουμπάρος. Μετά παίρνει τη νύφη που χορεύει μπροστά. Ύστερα χορεύει πρώτος ο γαμπρός και σηκώνει τους υπόλοιπους.
Κατά τα μεσάνυχτα ο κουμπάρος εσήκωνε τα νιογάμπρια να πάνε να κοιμηθούνε κι ο άλλος κόσμος εσυνέχιζε το γλέντι. Η νύφη όταν έφεγε έπρεπε να φιλήσει τα πόδια της πεθεράς. Μετά από ώρα ο γαμπρός κι η νύφη εσηκωνόσαντε, για να' ρθει πια η μάνα του γαμπρού να πάρει τα «συχαρίκια». Ο γαμπρός έρινε και δυο τρεις ντουφεκιές στον αέρα. Η πεθερά έπαιρνε το σεντόνι της νύφης να το δείξει στους συγγενήδες, για να ιδούν ότι η νύφη ήτανε «αγνή», «τίμια». Πολλές πεθερές προτού κοιμηθεί το αντρόγυνο εγδύνανε τη νύφη και επεριμένανε απ' όξω από την πόρτα για να πάρουνε τα «συχαρίκια». Ο κουμπάρος κι άλλοι συγγενήδες ασημώνανε το σεντόνι. Όταν η νύφη ήτανε «εντάξει», εγινότανε μεγαλύτερη η χαρά του γάμου. Ελέγανε: «Δευτέρα είναι οι χαρές». Άμα η νύφη δεν ήτανε «καθαρή», εγινότανε σούσουρο. Ο γαμπρός αφήνει τη νύφη ή τα συμβιβάζανε και ο πατέρας της νύφης επλήρωνε το «πανωπροίκι». Αν η νύφη δεν ήτανε αγνή κι ο γαμπρός την ήθελε, έσφαζε έναν κόκορη και έβανε στο σεντόνι λίγο αίμα, για να μη φανερωθεί η νύφη, γιατί αυτό το αίμα είχε το ίδιο χρώμα. Μόλις πια εφέρνανε τα «συχαρίκια», εσυνεχίζανε το γλέντι μέχρι το πρωί. Δύο παιδιά τότες επαίρνανε ένα ντουφέκι και επηγαίνανε στο σπίτι της νύφης και επυροβολάγανε απ' όξω. Οι γονείς της νύφης τους ανοίγανε και τους εφιλεύανε ή τους εδίνανε λεφτά.
Το πρωί που ο κόσμος έφεγε από το τραπέζι και σκόλαγε πια το γλέντι, επηγαίνανε να ξυπνήσουνε τα νιογάμπρια και ελέγανε: 

Όλα τα πουλιά κι όλα τα χελιδόνια,
τώρα κι οι πέρδικες γλυκολαλούν και λένε:

«Ξύπνα αφέντη μου, ξύπνα καλέ μου αφέντη,
ξύπνα, αγκάλιασε κορμί κυπαρισσένιο
κι άσπρονε λαιμό και φίλησ' τη στο στόμα» .

Τα μετά το γάμο


Τη Δευτέρα εγινόσαντε τα «πιστρόφια». Επήγαινε ο γαμπρός, η νύφη και οι συγγενήδες στο σπίτι της νύφης τραγουδώντας. Μόλις εφτάνανε, τους εκερνάγανε και οι συμπεθέροι του γαμπρού επροσπαθάγανε να κλέψουνε κάτι από το σπίτι της νύφης και μετά το εδίνανε πίσω. Μετά επηγαίνανε στο σπίτι του γαμπρού και οι συμπεθέροι της νύφης εκάνανε το ίδιο.
Την Τετάρτη η νύφη δίνει τις χάρες, τα δώρα δηλαδή, από μια αλλαξιά στον πεθερό, την πεθερά, τις κουνιάδες.
Στις οχτώ μέρες μετά το γάμο ερχότανε στο σπίτι του γαμπρού και της νύφης ο κουμπάρος που τους εστεφάνωσε και τους έπαιρνε και επηγαίνανε μαζί στην εκκλησία. Μαζί ερχόσαντε και τα πεθερικά και τα κουνιάδια της νύφης. Όταν ετελείωνε η εκκλησία επηγαίνανε από σπίτι σε σπίτι και εκαλήγανε για φαγήτό όλους όσους είσαντε στο τραπέζι του γάμου.

Λέγανε:
«Τη Δευτέρα και την Τρίτη κάθεται ο γαμπρός στο σπίτι.
Την Τετάρτη και την Πέμπτη μετανιώνει που «παντρεύτη»!

Όταν η νύφη ήταν από άλλο χωριό


Μόλις επηγαίναμε από τη Δημητσάνα σε άλλο χωριό για να πάρουμε τη νύφη, εστολίζαμε τα μουλάρια και τα άλογα. Τα άλογα τα στολίζαμε με τα χαλινάρια και τις σέλες τους, τα δε μουλάρια με τα χαϊμαλιά και με τις καπιστριάνες τους. Βάναμε πάνω στα ζώα ωραίες κουβέρτες, συνήθως κόκκινες ή άσπρες με κρόσια. Εξεκινάγαμε με εβδομήντα-ογδόντα ζώα. Μπροστά προχώραγε ο γαμπρός, ωραία ντυμένος με το κοστούμι του το μαύρο και με μαντήλι στο πέτο. Μόλις εφτάναμε στο χωριό, επηγαίναμε στο σπίτι της νύφης. Εκατέβαινε το συμπεθεριό από τα ζώα. Μόλις εφτάναμε εκεί πέρα αμέσως εβάνανε να μας κεράσουνε μεζέδες, κρασιά, και, αφού εγινότανε γλέντι στης νύφης το σπίτι για λίγια ώρα, μετά επηγαίναμε στην εκκλησία .

Λέγανε μάλιστα κι αυτό το τραγούδι
Μη σας βαρυφάνηκε που 'ρθαμε στο χωριό σας
εμείς τη νύφη επήραμε και το χωριό ειν' δικό σας.

Αφού εγινότανε ο γάμος είχανε άσπρο άλογο στολισμένο για τη νύφη που το ετράβαγε ένας συγγενής. Η νύφη ανέβαινε «γυναικεία» στο άλογο και δίπλα σ' άλλο άλογο ανέβαινε ο γαμπρός και προχωράγανε αυτοί μπροστά, ενώ πίσω ακολουθούσε το συμπεθεριό. Μέχρι να φτάσουνε στο χωριό του γαμπρού ετραγουδάγανε πότε αυτοί που προχωράγανε μπροστά και πότε αυτοί που επροχωράγανε πιο πίσω. Λίγο προτού φτάσουνε οι νιόνυμφοι με το συμπεθεριό του γαμπρού εφέγανε μπροστά λίγοι καβαλαραίοι και βάνανε αγώνα για το ποιος θα φτάσει πρώτος στο σπίτι του γαμπρού και να πάρει από εκεί το κρασί. Αυτοί ετρέχανε με άλογα «γιοργαλίτικα» κι όχι «ραβάνικα», που ετρέχανε με τα τέσσερα και κουράζανε τον καβαλάρη. Ο πρώτος από τους τέσσερις 'πέντε καβαλάρηδες που ετρέχανε, έπαιρνε από το σπίτι του γαμπρού μια μποτίλια με κρασί μεγάλη κι ένα ποτήρι και το 'φερνε πίσω και κέρναγε τους συμπεθέρους ούλους στο δρόμο. Στον καβαλάρη που έφτανε πρώτος μαζί με το κρασί του εδίνανε μαντήλι, ένα σ' αυτόν κι ένα στο ζώο. 

Γι' αυτό έχει μείνει και λένε όταν κάποιος βιάζεται: 
«Ε, πού πας; Να πάρεις το μαντήλι;» 

Όταν η νύφη ήτανε από άλλο χωριό τα «πιστρόφια» εγινόσαντε την πρώτη Κυριακή μετά το γάμο.

Άλλα έθιμα σχετικά με το γάμο


Η μια νύφη δεν κάνει να ιδεί άλλη νύφη. Άμα εγινότανε αυτό ανταλλάζανε κέρματα ή «εμπουχιόσαντε» με νερό.
Η νύφη έμπαινε στο νέο νοικοκυριό με το δεξί πόδι και εκαθότανε στη σάλα τη μεγάλη κι αρχίναγε το γλέντι.
Η νύφη πια εφόρηγε άλλο φόρεμα.
Αν ο γαμπρός ήτανε χήρος, η νύφη, μόλις ερχότανε στο νέο αρχοντικό, δεν έμπαινε μέσα από την κύρια πόρτα.
Η δεύτερη γυναίκα έμπαινε στο σπίτι από το παράθυρο.
Τη Δευτέρα το πρωί, μόλις εφεύγανε από το γλέντι του σπιτιού, οι συμπεθέροι και οι κουμπάροι εκατεβαίνανε στα καφενεία της Δημητσάνης και εκεί «εχρεώνανε» το γαμπρό. Εκερναγόσαντε και όσα επαίρνανε τα χρεώνανε στο όνομα του γαμπρού.
Άμα η νύφη είναι γκαστρωμένη το γάμο τονε κάνουνε ή σε ξωκλήσι ή βράδυ για να μη τηνε δει ο κόσμος.
Άμα δε χρονιάσουνε ο γαμπρός κι η νύφη δεν κάνει να πάνε σε κηδεία. Μέχρι να διαβαστούνε αυτοί δεν κάνει να ακούσουνε άλλη λειτουργία. 
---------------------
[1] Προσθήκη δική μας:
Ακρόαση του τραγουδιού «Ασπρη μπαμπακιά»     






Share/Bookmark

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Αρτοζήνος το μυθικό βουνό




Δημοφιλείς αναρτήσεις

Επικοινωνία