Διήγημα: του Γιάννη Σκαρίμπα
Έτσι καταπώς άφριζαν τα κύματα τού θύμιζαν τη χώρα.
Αυτή τη χώρα την Ιτιά, που στέκονταν στο περιθαλάσσιο κατάλευκη κ' ήταν εκείς ο μπάρμπας του –ο Κόκοτας– μαγαζάτορας, κάπελας, κρασοπούλης και φούρναρης. Κ' είχε ψυχογιούς και αξία και όνομα.
Νά, κατ' απ' τα Σάλωνα, μαθές, αυτού που σφάζανε αρνιά και κατ' ακόμα απ' το Χρυσό, που σφάζανε κριάρια. Εκείς, ανάμεσα όπου –ποιός ξέρει πού– σφάζονταν στης Μαρίας την ποδιά τα παλληκάρια.
Ας είν' καλά αυτός που τάξερε τα Σάλωνα –αυτά τα Σάλωνα– και τ' άλλο το Χρυσό – απ' αψηλά φ' της Τρύπης τις κορφές που τάχει ιδωμένα. Κι αυτήν, την Πενταγιώτισα, τη Μαρία, που γι' αυτήν σφάζονταν τα παλληκάρια στη ποδιά της...
Ά! Χα! τί γιέμορφη π' θα νάταν Θιέ μου! Άσπρη θανάταν σαν το γάλα καψερέ. Θάταν ψηλή, θάταν λιγνή, θάταν γελούσα.
Μαρίγια την νομάτιζαν. Δασκαλοπούλα την λαλάγαν. Όϊ Κατίγκω, όϊ Θυμιούλα, μάηδ' Αγγέλω. Μαρίγια!... Γιατί Μαρία λεν την Παναγιά, Μαρία και δαύτη έλεγαν.
Έτσι καταπώς άφριζαν τα κύματα τού θύμιζαν τη χώρα.
Αυτή τη χώρα την Ιτιά, που στέκονταν στο περιθαλάσσιο κατάλευκη κ' ήταν εκείς ο μπάρμπας του –ο Κόκοτας– μαγαζάτορας, κάπελας, κρασοπούλης και φούρναρης. Κ' είχε ψυχογιούς και αξία και όνομα.
Νά, κατ' απ' τα Σάλωνα, μαθές, αυτού που σφάζανε αρνιά και κατ' ακόμα απ' το Χρυσό, που σφάζανε κριάρια. Εκείς, ανάμεσα όπου –ποιός ξέρει πού– σφάζονταν στης Μαρίας την ποδιά τα παλληκάρια.
Ας είν' καλά αυτός που τάξερε τα Σάλωνα –αυτά τα Σάλωνα– και τ' άλλο το Χρυσό – απ' αψηλά φ' της Τρύπης τις κορφές που τάχει ιδωμένα. Κι αυτήν, την Πενταγιώτισα, τη Μαρία, που γι' αυτήν σφάζονταν τα παλληκάρια στη ποδιά της...
Ά! Χα! τί γιέμορφη π' θα νάταν Θιέ μου! Άσπρη θανάταν σαν το γάλα καψερέ. Θάταν ψηλή, θάταν λιγνή, θάταν γελούσα.
Μαρίγια την νομάτιζαν. Δασκαλοπούλα την λαλάγαν. Όϊ Κατίγκω, όϊ Θυμιούλα, μάηδ' Αγγέλω. Μαρίγια!... Γιατί Μαρία λεν την Παναγιά, Μαρία και δαύτη έλεγαν.