Διαδρομή προς το χωριό Σέρβου - Slideshow          ΧΔ

Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2012

on Δημοσίευση σχολίου

Η Αννιώ

Διήγημα: του Κ. Χατζόπουλου

Μα ας είχε τα μάτια κλειστά ο έμπορoς, φαίνεται δεν κοιμόταν κι άκουσε την ιστορία του γιατρού, γιατί το άλλο βράδυ μας είπε και κείνος τη δική του.
Συνηθίζουνε στα χωριά μας —έτσι κάπως άρχισε— και μας ξενιτεύουνε μικρούς. Στη Βλαχιά και στη Ρουσία και τώρα ύστερα και στην Αμερική· ο τόπος μας είναι στενός· βουνά, τσουκάρια, γκρεμοί και σάρες. Δε βγάζει τίποτες η γης, δε μας φτάνει να ζή­σουμε. Και γω, σαν έμαθα δύο τρία γράμματα, έπρεπε να φύγω. Και σα δεν είχε η μάνα μου κανένανε δικό στη Ρουσία ή στη Βλαχιά, μ’ έστειλε κάτω στην πόλη. Ήταν εκεί ένας μπάρμπας μου που έκανε κουτσοδουλειές στο πόδι και κείνος μ’ έβαλε σ’ ένα μπακάλικο να τρώω στην αρχή μόνο ψωμί.

Share/Bookmark

Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2012

on Δημοσίευση σχολίου

Η λυγερή στον Άδη - Δημοτικό, παραδοσιακό

Καλά το ‘χουνε τα βουνά, καλόμοιρ’ είν’ οι κάμποι,
που Χάρο δεν παντέχουνε, Χάρο δεν καρτερούνε,
το καλοκαίρι πρόβατα και το χειμώνα χιόνια.

Τρεις αντρειωμένοι βούλονται να βγουν από τον Άδη.
Ο ένας να βγει την άνοιξη, κι άλλος το καλοκαίρι,
κι ο τρίτος το χινόπωρο, οπού είναι τα σταφύλια.
Μια κόρη τούς παρακαλεί, τα χέρια σταυρωμένα.
«Για πάρτε με, λεβέντες μου, για τον Απάνου Κόσμο.
- Δεν ημπορούμε, λυγερή, δεν ημπορούμε, κόρη.
Βροντομαχούν τα ρούχα σου κι αστράφτουν τα μαλλιά σου,
χτυπάει το φελλοκάλιγο και μας ακούει ο Χάρος.
- Μα γω τα ρούχα βγάνω τα και δένω τα μαλλιά μου,
  κι αυτό το φελλοκάλιγο μες στη φωτιά το ρίχνω.
  Πάρτε με, αντρειωμένοι μου, να βγω στον Πάνω Κόσμο,
  να πάω να ιδώ τη μάνα μου πώς χλίβεται για μένα.
- Κόρη μου, εσένα η μάνα σου στη ρούγα κουβεντιάζει.
- Να ιδώ και τον πατέρα μου πώς χλίβεται για μένα.
- Κόρη μου, κι ο πατέρας σου στο καπελειό είν’ και πίνει.
- Να πάω να ιδώ τ’ αδέρφια μου πώς χλίβονται για μένα.
- Κόρη μου, εσέν’ τ’ αδέρφια σου ριχτούνε το λιθάρι.
- Να ιδώ και τα ξαδέρφια μου πώς χλίβονται για μένα.
- Κόρη μου, τα ξαδέρφια σου μες στο χορό χορεύουν».

Κι η κόρη ναναστέναξε βαθιά στον Κάτω Κόσμο,
κι ανάψανε τα καπηλειά, κι εκάησαν οι ρούγες,
εκάη και το λιθόρεμα, πόριχταν το λιθάρι,
εκάη κι η δίπλη του χορού, π’ εχόρευε η γενιά της.



Share/Bookmark

Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2012

on 1 Σχόλιο

Ο πραματευτής - Δημοτικό - παραδοσιακό (Παραλογαίς)

Ανδρούτσος ο πραματευτής, Ανδρούτσος ο στρατιώτης,
από ψηλά κατέβαινε κι' από τα κορφοβούνια.
Σέρνει πουλάρια αφόρτωτα, μουλάρια φορτωμένα,
κ' η μούλα η χρυσοσκέπαστη βαστάει το νιόν αφέντη.
Ο νιος αποκοιμήθηκε 'ς τη μούλα καβαλλάρης,
κ' η μούλα παραστράτησε και πήρεν άλλη στράτα,
πήρε τη στράτα των κλεφτώ, των καπιταναραίων.
Κι' ο νιος όταν εξύπνησε κ' ευρέθη 'ς άλλη στράτα,
στέκει και διαλογίζεται και διασκορπάει το νου του.
"Τάχα μην είναι κλέφταις δω, μην είναι χαραμήδες;"

Το λόγο δεν απόσωσε κ' η συλλογή του κράτει,
κ' η κλεφτουριά ξεφάνηκε σαράντα δυο νομάτοι.
Άλλοι του κόφτουν τοις τριχαίς, άλλοι του ξεφορτώνουν.
Στέκει και τους παρακαλεί να μην τα ξεφορτώνουν.
"Παιδιά, μην ξεφορτώνετε τα έρημα μουλάρια,
γιατ' είμαι ο μαύρος μοναχός δεν μπορώ να φορτώσω,
μου πλήγιασαν τα στήθη μου, φορτώντας ξεφορτώντας.
-Βρε ιδές του σκύλου το υγιό, της κούρβας το κοπέλλι,
δεν κλαίει το κεφάλι του, μόν' κλαίει τα μουλάρια!
Μωρ' πού είστε, παλληκάρια μου, φωνάζει ο καπετάνιος,
βαρείτε του μια χαντζαριά 'ς τον τόπο ν' απομείνη."
Ο ένας του δίνει μαχαιριά, κι' άλλος με το κοντάρι,
κι' ο τρίτος πιο κακός φονιάς τρεις χατζαριαίς του δίνει.
'Σ το χώμα νέπεσεν ο νιος αιματοκυλισμένος,
βαριά βαριά αναστέναξε, βαριά βογγά και λέει.
"Μη μου βαρήτε, βρε παιδιά, αφήτε τη ζωή μου,
γιατί έχω αδέρφι ναρχηγό, 'ς τους κλέφταις καπετάνιο."
Ως άκουσεν η κλεφτουριά, ως άκουσεν ο πρώτος,
εκείνος που του βάρεσε τρεις χαντζαριαίς, του λέει.
"Πες μας, να ζης, πραματευτή, πούθε κρατεί η γενιά σου;
-Τέτοια καρδιά σκληρόψυχη βαστάτε οι μαύροι κλέφταις,
τον άνθρωπο τον σφάζετε κ' ύστερα τον ρωτάτε!
Η μάννα μου απ' τα Γιάννενα κι ο κύρης μου απ' την Πόλη,
είχα και Γιάννην αδερφό, σηκώθη πρώτος κλέφτης.
-Πες μας, να ζης, πραματευτή, σημάδια ταδερφού σου.
-Είχεν ελιά 'ς το μάγουλο κ' ελιά 'ς την αμασκάλη,
και 'ς το μικρό του δάχτυλο τον πρώτον αρραβώνα."

'Σ την αγκαλιά τον άρπαξε και 'ς το γιατρό τον πάει.
"Γιατρέ μου, σε παρακαλώ, γιατρέ, σε παραγγέλνω,
να μου γιατρέψης γλήγορα τούτον το λαβωμένο.
Α θέλης χίλια έπαρ' με, α θέλης δυο χιλιάδες,
α θέλης και το μαύρο μου, που στέκει αρματωμένος.
-Εγώ πολλούς εγιάτρεψα μαχαιροσκοτωμένους,
αν είναι ξένη μαχαιριά, εγώ να τον γιατρέψω,
αν είναι αδερφομαχαιριά καμιά γιατρειά δεν έχει."

Το χρυσομάχαιρο έβγαλε απ' ταργυρό θηκάρι,
ψηλά ψηλά το σήκωσε και 'ς την καρδιά το μπήγει.

Τους πήραν και τους θάψανε τους δυο 'ς ένα μνημούρι.



Share/Bookmark

Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2012

on Δημοσίευση σχολίου

Η άλωση της Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου 1821)

Κλικ στην κατωτέρω εικόνα για να συνδεθείτε.
 Πηγή: http://el.wikipedia.org


Share/Bookmark

Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2012

on Δημοσίευση σχολίου

Ο θρήνος των βωδιών

Διήγημα: του Δημοσθένη Βουτυρά


Share/Bookmark

Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2012

on Δημοσίευση σχολίου

Δυό ήλιοι δυό φεγγάρια , παραδοσιακό Σκύρου (Video)





Share/Bookmark

Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2012

on 1 Σχόλιο

Πλίνθοι και κέραμοι

Αναδημοσίευση
Πηγή: texnografia.blogspot.gr


Είναι η μελαγχολία του Σεπτέμβρη που φέρνει αυτή τη βαρυθυμία άραγε; Νιώσαμε την ανάγκη, και ας μας επιτραπεί, να καταγράψουμε μερικές ταπεινές σκόρπιες και κοινότοπες σκέψεις που μας ταλανίζουν.
Τόση ανεκτικότητα πια στη βρωμιά, στην ασυδοσία, στο «αυτά γίνανε και γίνονται, τι να κάνουμε;», τόσος εθισμός, τόση πώρωση!
Δεν μπορεί, υπάρχει και μια ουσία, μια υπευθυνότητα, μια συνυπευθυνότητα, για αυτό που ήρθε και μας σάρωσε, και μας έφερε την ολοκληρωτική και ανεπανόρθωτη φθορά. Είναι με της ψυχολογίας τις ενοχές που παλεύουμε; Είναι οι Ερινύες που μας κυνηγούν και ενσπείρουν τον φόβο που μας έχει κάνει αγάλματα, προσεγμένα εξαιρετικά εξωτερικώς, να αρέσουμε μόνο για την εμφάνισή μας (λίφτινγκ, μόδα, παραφθείροντας το Νους υγιής εν σώματι υγιεί σε Άνους εν σώματι) – και μέσα από το δέρμα, τι; Ό,τι αρπάξουμε από γύρω μας, ανάλογα με τα γυαλιά που φοράμε, αναμασάμε έτοιμο φαΐ, ή, αλλάζοντας ανατομικά τους ρόλους του κάθε οργάνου του σώματός μας: χωρίς επεξεργασία, αμολάμε πορδές από το στόμα! Είναι δυνατόν ο φόβος να μας έχει κατακυριεύσει σε σημείο να γινόμαστε –θεωρητικά και πρακτικά– αυτόχειρες, παραδομένοι στην πλύση εγκεφάλου ή στο «κακό το ριζικό» μας;

Share/Bookmark
on Δημοσίευση σχολίου

Φθινόπωρο, πανέμορφη φύση - Beautiful Nature - Autumn - (video)






Share/Bookmark

Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2012

on Δημοσίευση σχολίου

Πλανήτης Γη: Καταπληκτικά τοπία της φύσης Video - (1080p HD)






Share/Bookmark

Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου 2012

on Δημοσίευση σχολίου

'Ετοιμος... παλεύουμε

Αναδημοσίευση

Φαντάσματα, Νεράιδες, Στοιχειά, Μπαμπούλες, Σμιρδάκια, μας λέγανε τότε, πως ήσαν,  πως υπάρχουνε πολλά, που βγαίνουνε και περπατάνε τα βράδια,  την νύχτα, την άφωνη την ώρα, στα απόσκια,  στα σκοτεινά, στα στοιχειωμένα μέρη… 
Και ο Σατανάς, ο Τρισκατάρατος, ο τρικέρατος ο σκατογένης, ήταν και είναι ο πιο τρανός, ο πιο φοβερός, από όλους τους άλλους, από όλα τα άλλα τα στοιχειά!..
Αυτός  παντού είναι, σε όλους τους τόπους και εδώ, και εκεί, και παρακεί, όλο τον καιρό και όλες τις ώρες,  εκεί  υπάρχει, που μόνο, όταν κάνεις το σχήμα του σταυρού, όταν καις λιβάνι και  όταν έχεις επάνω σου για φυλαχτό, το μαυρομάνικο, το δίκοπο μαχαίρι, που η λαβή του έχει γίνει, είχε φτιαχτεί, από το τσέπι, τα κέρατα του μαύρου τράγου, έτσι μας έλεγαν τότε,  ότι με αυτά μόνο νικιέται, τότε μόνο, αυτός μονάχα φεύγει, με τίποτα άλλο δεν νικιέται, με τίποτα αυτός δεν φεύγει…
Εκεί κάθεται σταυροπόδι και όλο, ανακατωσούρες φέρνει.
Κάνει το κακό!... Κάνει τις διαβολιές του!…


Share/Bookmark

Αρτοζήνος το μυθικό βουνό




Δημοφιλείς αναρτήσεις

Επικοινωνία