Διαδρομή προς το χωριό Σέρβου - Slideshow          ΧΔ

Κυριακή 22 Απριλίου 2012

on Δημοσίευση σχολίου

Παραδοσιακή κατοικία στην ορεινή Τριφυλία

Το κατωτέρω άρθρο αναφέρεται στον τρόπο κατασκευής της παραδοσιακής κατοικίας στην ορεινή Τριφυλία.
Το θέμα αυτό έχει ενδιαφέρον όχι μόνο γιατί έχει μια πολύ καλή  και λεπτομερή καταγραφή της κατασκευής των παραδοσιακών κατοικιών, αλλά και γιατί έχει ιδιαίτερες αναφορές σε εκείνους που τις κατασκεύαζαν, δηλαδή στους Λαγκαδινούς και τους Σερβαίους μαστόρους. Το άρθρο εμπλουτίζεται και με φωτογραφία των μαστόρων κατά την ώρα της δουλειάς.

Πηγή: http://komianos.wordpress.com/

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΚΑΤΟΙΚΙΑ ΣΤΗΝ ΟΡΕΙΝΗ ΤΡΙΦΥΛΙΑ


ΜΠΑΛΚΟΝΙ ΞΥΛΙΝΟ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΛΑΠΙ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΖΙΑΝΝΗ, Φωτογρ. αρχείο ΚΟΜΙΑΝΟΣ ΠΙΠΗΣ
Το παραδοσιακό σπιτικό στα χωριά της Ορεινής Τριφυλίας, από τον καιρό 1800 μέχρι και τον καιρό του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου και λίγο αργότερα, δύο τύποι επικρατούσαν κυρίως στα γύρω χωριά του Κοπανακίου. Αυτό το λέω διότι οι κάτοικοι του Κοπανακίου της Ορεινής Τριφυλίας ξεκίνησαν την δεκαετία του 1900 περίπου, να χρησιμοποιούν τα περίφημα και γνωστά για την τέχνη τους Ηπειρώτικα όπως του Στέλιου και Κωνσταντή  φραμπελιά, τα Λαγγαδιανά όπως του Δημήτρη Κοντούλη (Μήτσο – μάστορα) και  κυρίως από το χωριό Σέρβου συνεργεία όπως του Παναγιώτη και Θοδωρή Μπόρα του Ηλία, του Κωνσταντόπουλου πατέρα του παπα – Λιά, τον Κατσιάπη πατέρα του Κώστα – Μάγκα κ.α. για την οικοδόμησή των σπιτιών τους αρχίζοντας από την Κάτω Ρούγα και τον Λιθερό.
Το Κοπανάκι είναι μία όμορφη κωμόπολη της επαρχίας Τριφυλίας. Είχε ένα αρχικά μονοτάξιο και εν συνεχεία διτάξιο σχολείο. Το κτήριο του σχολείου το έκτισαν Λαγκαδιανοί και από το χωριό Σέρβου τεχνίτες και ντόπιοι μαστόροι. Οι κάτοικοι στην συνέχεια το δώρισαν στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννου του προδρόμου για να το διαχειρίζεται.    Τα συνεργεία αυτά, πριν οι κάτοικοι κατέβουν στα πεδινά, είχαν αρχίσει να χτίζουν εφοδιασμένα με τα απαραίτητα εργαλεία και σύνεργα τους το 80% των σπιτιών των ορεινών χωριών και των συνοικισμών της γύρω περιοχής. Είναι γνωστό πως κάθε συνεργείο εκείνη την εποχή ερχόταν από τα μέρη τους έχοντας 10 – 20 άτομα , Τον πρωτομάστορα, τους κτιστάδες μαστόρους, τους μαθητές βοηθούς, τα βασταγά τους για την μεταφορά των υλικών, την πέτρα, την άμμο, το νερό, το χορίδι, τα μουλάρια τους για πιο βαριά υλικά π.χ. ξυλεία και τα απαραίτητα σύνεργα για το κτίσιμο. Είναι πασίγνωστη η απάντηση του μικρού μαθητή, όταν ο δάσκαλος ρώτησε αν γνώριζε κάποιος από τους μαθητές του να του πει : «ΠΟΙΟΣ ΕΚΤΙΣΕ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ;». Και ένα αγοράκι αυθόρμητα, του απάντησε : «ΟΙ ΛΑΓΓΑΔΙΑΝΟΙ… ΚΥΡ ΔΑΣΚΑΛΕ !». Τα σπίτια εκείνη την εποχή κτίζονταν ανάλογα την οικονομική κατάσταση του νοικοκύρη. Μεγάλα ή μικρά σε διαστάσεις. Βασικό υλικό για την τοιχοποιία για τους οικονομικά αδύνατους οι πλίνθες από κοκκινόχωμα ή γλύνα ανακατεμένα με άχυρο. Αυτά τα σπίτια από πλίνθες πρώτα σκάβανε τα θεμέλια ένα μέτρο περίπου μέχρι να βρούν σκληρό έδαφος και κτίζανε τα θεμέλια με πέτρα και συνεχίζαν πάλι με πέτρα από την επιφάνεια του εδάφους  ένα μέτρο ύψος. Τα υλικά που χρησιμοποιούσαν για το δέσιμο (κτίσιμο) της πέτρας, ήταν ένα μίγμα από πορσελάνη, κρόκο αυγού και ζεσταμένου θειαφιού που μόλις στέγνωνε γινόταν σκληρό σαν τσιμέντο και βάσταγε για πολλά χρόνια.  Μετά επάνω στον πέτρινο  τοίχο τα κτίζανε με διπλή σταυρωτή πλίνθα και στην συνέχεια τα πέρναγαν με επίχρισμα από ασβέστη και χώμα για να τα στεγανοποιήσουν από την βροχή, χωρίς να παραλείπουν βέβαια κάθε χρόνο να τα ασβεστώνουν. Έλεγαν οι τότε μάστορες για τα πλίνθινα τα σπίτια :

ΚΤΙΣΤΑΔΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΣΕΡΒΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΚΟΠΑΝΑΚΙ
«ΦΥΛΑΞΕ ΜΕ ΑΠ ΤΗΝ ΒΡΟΧΗ ΝΑ ΣΕ ΣΩΣΩ ΑΠ ΤΟΝ ΣΕΙΣΜΟ». Ορισμένοι εκτός από τις πλίνθες και την πέτρα ανάλογα με τις οικονομικές τους δυνατότητες, χρησιμοποιούσαν τούβλα όπως στην φωτογραφία εκείνης της εποχής που παραθέτω με μαστόρους τους Κωνσταντόπουλο παναγιώτη από το Σέρβου ανηψιός του Παναγιώτη Μπόρα από το Σέρβου Αρκαδίας, Λούμπαρδης Κωνσταντίνος (Καντάφι), Παναγούλης Κωνσταντίνος, Παπαγεωργίου Γεώργιος, κτίζοντας το γωνιακό σπίτι στην Δρίζα 1965 -1966.  Για τους οικονομικά δυνατούς βασικό υλικό ήταν οι πέτρες από τους γύρω λόγγους κυρίως σχιστόλιθοι, άμμο από τα ρέματα και τις όχθες, των σε αφθονία γύρω ποταμιών. Το ασβέστι από τα ασβεστοκάμινα της γύρω περιοχής που εκείνη την εποχή είχε πολλά. Την ξυλεία από μεσσηνιακά κυπαρίσσια και λεύκες που αφθονούσαν στην γύρω περιοχή και τα κόβανε με χειροπρίονα, ξυλουργοί μάστορες ζηλευτοί, από την περιφέρεια της Μεσσηνίας του Πιτσά, την Μουριατάδα κ.α.

ΜΕΣΟΧΩΡΙΣΜΑ ΑΠΟ ΚΑΛΑΜΙΑ (ΤΣΑΤΜΑΣ), ΥΠΟΓΕΙΟ ΟΙΚΙΑΣ ΠΟΡΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΟΒΡΥΣΗ, Φωτογρ.αρχειο ΚΟΜΙΑΝΟΣ ΠΙΠΗΣ

Τα καλάμια για τα μεσοχωρίσματα τους λεγόμενους «τσατμάδες». Οι Μπρουσταίοι, οι Καπελιαίοι, οι Σοφαίοι, οι Ματζωραίοι με τα κάρα τους αναλάμβαναν την μεταφορά τους. Κεραμίδια από τα κεραμιδοκάμινα της περιοχής. Οι Πάντες και τα πάντα είχαν απόλυτη πειθαρχία στον αρχιμάστορα, αυτός είχε τον πρώτο και τελευταίο λόγο. Αυτός θα έκανε τις συμφωνίες, τις μετρήσεις του έργου. Για το κτίσιμο του σπιτιού η συμφωνία γινόταν ή κατ’ αποκοπή ή με τα τετραγωνικά μέτρα. Βέβαια στην συμφωνία ήταν και το φαγητό για όλους τους εργάτες όσο καιρό δούλευαν για το κτίσιμο. Τα σπίτια στην ορεινή Τριφυλία είχαν παχιά ντουβάρια για να μπορούν να αντέχουν στις κλιματολογικές συνθήκες που επικρατούν στον τόπο. Κτισμένα γενικά με ένα ισόγειο (κατώϊ) και ένα όροφο το κυρίως σπίτι με δύο ή τρία δωμάτια. Τα δωμάτια χωρίζονταν μεταξύ τους με καλαμένια ή σανιδένια χωρίσματα τις λεγόμενες «Μεσάντρες». Οι εργασίες μοιράζονταν από τον πρωτομάστορα, οι βοηθοί κουβαλούσαν τα υλικά, τις πέτρες, την άμμο, το χώμα και τα εργαλεία. Οι λασπιτζίδες τους λέγαν και (ΤΡΙΟΤΕΣ), κατασκεύαζαν την λάσπη και ήταν οι βοηθοί των μαστόρων. Οι μαστόροι έκτιζαν τα τοιχία και εργαζόνταν κατά ζεύγη, ο ένας ο πιο τεχνίτης έκτιζε την έξω μεριά και τον φώναζαν «ΦΑΤΣΑΔΟΡΟ» και ο άλλος την από μέσα και τον έλεγαν «ΜΕΣΟΜΑΣΤΟΡΗ». Επίσης ήταν και ο μάστορης που σκάλιζε τα αγκωνάρια για τους παραστάτες και τα υπέρθυρα ο λεγόμενος «ΠΕΛΕΚΑΝΟΣ». Την δουλειά αυτή την έκανε τις περισσότερες φορές ο αρχιμάστορας. Και τέλος ο «ΛΙΘΑΡΑΣ» που σκάλιζε τις πέτρες. Το παραδοσιακό σπίτι της ορεινής Τριφυλίας είχε ως επί το πλείστον ένα όροφο και το ισόγειο (κατώϊ). Ο επάνω όροφος ήταν ο κατοικήσιμος, και είχε δύο ή τρία δωμάτια που χωρίζονταν από μεταξύ τους με την λεγόμενη «ΜΕΣΑΝΤΡΑ» ή «μεσοχώρισμα». Το κυριότερο και σπουδαιότερο δωμάτιο ήταν το λεγόμενο «χειμωνιάτικο» ή «καθιστικό». Το δωμάτιο αυτό ήταν ταυτόχρονα υπνοδωμάτιο, τραπεζαρία, κουζίνα, και δωμάτιο εργασίας. Εκεί μαγείρευε η νοικοκυρά στο τζάκι ή στον «τζάκη» όπως συνήθιζαν να τον λένε. «ΕΜΠΡΟΣ ΠΥΡΑ ΚΑΙ ΠΙΣΩ ΚΛΑΔΕΥΤΗΡΑ».

ΚΑΜΑΡΕΣ ΣΤΟ ΙΣΟΓΕΙΟ ΟΙΚΙΑ ΠΟΡΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΟΒΡΥΣΗ Φωτογρ αρχείο ΚΟΠΜΙΑΝΟΣ ΠΙΠΗΣ
Εκεί υπήρχε και το «σταχτοφούρνι» η αντίστοιχη σημερινή κουζίνα για να μαγειρεύει η νοικοκυρά. Εκεί σε αυτό το δωμάτιο καθισμένοι γύρω από τον σοφρά έτρωγε η φαμελιά. Εκεί κοιμόνταν στρωματσάδα όλη η οικογένεια, έξεναν, λανάριζαν το λανάρι, γνέθαν το μαλλί, ύφαιναν στον αργαλειό η Βλαχοκερασιώτισα πεθερά μου τον έλεγε και «λάκκο». Εκεί με την βοήθεια του λαδολύχναρου και αργότερα με την «τσιμπλού» όπως λέγανε την λάμπα πετρελαίου, μελετούσαν τα παιδιά τα μαθήματά τους. Στο καθιστικό ήταν όλο το νοικοκυριό του σπιτιού, τα τηγάνια, τζετζερέδια, ταψιά, κουταλομαχαιροπήρουνα, τέσες, τα γυαλικά, οι κανάτες, γαβάθες, μουρχούτες, (πήλινες γαβάθες) που έτρωγαν όλοι μαζί. Στο χειμωνιάτικο είχαν και σεντούκια για τρόφιμα και ρούχα, Το βαρέλι από ξύλο με δόγες για την μεταφορά του νερού ζαλιά ή παραμάσχαλα. Πλάϊ στο καθιστικό είχαν μία καμαρούλα που κοιμόνταν τα παιδιά ή για τους μουσαφιραίους, πολλές φορές για κάποιον που ήταν άρρωστος και ήθελε ησυχία, ή για τους νιόγαμπρους. Τελευταία συναντάμε το δωμάτιο της σάλας, δεν έχει σπουδαία έπιπλα εκεί μέσα βρίσκεται ο «γιούκος» με χοντρά σκεπάσματα, παπλώματα. Είναι κυρίως το δωμάτιο των κοριτσιών και έχει μπαλκόνι. Λίγο πιο πέρα στην γωνία βρίσκεται ο «καταρράκτης», που χρησίμευε για να κατεβαίνουν τις βροχερές και κρύες μέρες του χειμώνα με το λαδοφάναρο για να παχνίσει τα ζωντανά. Η «κράμπα» είναι ένα είδος μίας ξύλινης καταπακτής που ήταν λίγο πιο πέρα, και χρησίμευε να ρίχνουν τα άχυρα ή τον σανό στο «γκράζι» που βρισκόταν στο κατώϊ, μία κατασκευή σαν φράχτη από παλούκια κυπαρισιού που τα πλέχανε με λυγιές, σκίντα ή καλαμιές. Το κατώϊ χωριζόταν με τσατουμά σε δύο διαμερίσματα. Στο ένα διαμέρισμα πολλές φορές κτίζανε και πέτρινες καμάρες όπως στην φωτογραφία, τις οποίες χρησιμοποιούσαν για το σταύλισμα των ζώων (άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια, γίδες, προββάτες. Και στον τοίχο ήταν οι κούρνιες για να κουρνιάζουν οι κότες, αυτό το διαμέρισμα είχε ένα μόνο παράθυρο προς τον νοτιά για να μην κρυώνουν τα ζώα σαν φύσαγε ο βοριάς. Στο άλλο διαμέρισμα στο κατώι υπήρχαν και ξύλινα αμπάρια για να αποθηκεύουν το σιτάρι, την βρώμη, τα τυριά, τα κρεμμύδια, τις πατάτες, τα βαρέλια με τα κρασιά, οι λαδούσες για το λάδι, το ζουναρωτό μεγάλο κιούπι για το λάδι της χρονιάς, τις λαίνες με το άλειμα  ή την λίγδα από το μπουζί (γουρούνι), τα λαίνια με τα λουκάνικα και μια μικρότερη για τις τσιγαρίδεςκ.α. Έτσι τελειώνουμε γενικά με το κυρίως σπίτι και το κατώι. Στην αυλή πρίν μπούμε στο κατώι στην δεξιά μεριά συναντάμε το «πολύμι», είναι σαν πηγάδι αρκετά πλατύ και με βάθος ένα μέτρο που έχει επάλειψη με ένα μείγμα από κεραμιδόσκονη, ασβέστη, άμμο, νερό, ένα είδος αμμοκονιάματος, για να γίνει αδιάβροχο και το λένε «κορασάνι». Στο πολύμι μαζεύεται ο μούστος από το πατητήρι τον λεγόμενο «ληνό» και αυτός με επάλειψη από πολύμι. Στην συνέχεια αφού περάσει από την σήτα μεταφέρεται καθαρισμένος από φλίτσα στα βαρέλια στο κατώι. Μετά κολλητά στο σπίτι είναι το «παράσπιτο», και αυτό πολλές φορές χωρισμένο με τσατμά στην μέση. Στην μία μεριά για το άχυρο και την φάγνα για τα ζώα, στο άλλο η «ξελόντζα» για τα ξύλα, τα σύνεργα και εργαλεία του νοικοκύρη, τα λεβέτια, το καδί τις βεδούρες κ.α. Αυτή σε γενικές γραμμές ήταν η αρχιτεκτονική του αγροτικού σπιτιού της ορεινής Τριφυλίας, ανάλογα με την καλλιέργεια και την οικονομική δυνατότητα του καθενός αγρότη εκείνης της εποχής.

Εργασία ΚΟΜΙΑΝΟΣ ΠΙΠΗΣ,  komianos.wordpress.com


Share/Bookmark

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Αρτοζήνος το μυθικό βουνό




Δημοφιλείς αναρτήσεις

Επικοινωνία