Εμάθατε τι γίνει σε μέρη ελληνικά,
ντύθηκε η Αντρονίκη ρούχα ευρωπαϊκά.
Φορεί τα παντελόνια και πάει στον καφενέ,
του καφετζή προστάζει καφέ και (ν)αργιλέ.
Τραβά και ‘να τραπέζι και ένα μάτσο χαρτιά,
κι αρχίνησε να παίζει μ’ έναν παλικαρά.
Δυο φίλοι τ’ αδερφού της την (ε)γνωρίσανε,
πηγαίνουν στο Βαγγέλη του το μηνύσανε.
Τ’ άκουσε ο Βαγγέλης πολύ (ε)θύμωσε,
επήγε από το σπίτι καλά αρματώθηκε.
Πιάνει ευθύς την στράτα και πάει στον καφενέ,
βρίσκει την Αντρονίκη φουμάρει (ν)αργιλέ.
Κρίμα σου Αντρονίκη την τέχνη που ‘πιασες,
όλη τη γενεά μας εσύ (ε)ντρόπιασες.
Άφησ’ με βρε Βαγγέλη να παίξω τα χαρτιά,
μ’ αυτό το παλικάρι αφού με αγαπά.
Τραβάει το πιστόλι την πυροβόλησε,
απ’ το δεξί βυζί της η σφαίρα πέρασε.
Σέρνει και το μαχαίρι από τη θήκη του,
την έσφαξε αμέσως την Αντρονίκη του.
Την ώρα που την ‘βγαζαν από το σπίτι της,
όλοι τους (ε)θρηνούσαν τα μαύρα φρύδια της.
Και σαν την (ε)περνούσαν από τα μαγαζιά,
όλοι τους (ε)θρηνούσαν την τόση ομορφιά.
Και σαν την (ε)περνούσαν από τον καφενέ,
έσπασαν τα φλιτζάνια που ‘πιναν τον καφέ.
Κι όταν την κατεβάζαν’ μέσα στο μνήμα της,
δυο φίλοι τ’ αδερφού της είχαν το κρίμα της.
Εξαιρετική απόδοση !
ΑπάντησηΔιαγραφή