Διαδρομή προς το χωριό Σέρβου - Slideshow          ΧΔ

Τετάρτη 15 Ιουνίου 2011

on Δημοσίευση σχολίου

Η κλεψιά

Αναδημοσίευση
Πηγή:  Blog Μυγδαλιά Αρκαδίας (mygdalia.blogspot.com)

Από το βιβλίο του Θ.Γιαννόπουλου
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΚΑΙ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΟΥ


Η κλεψιά σήμερα στο χωριό αποτελεί απλή ανάμνηση. Δεν ήταν όμως το ίδιο στα παλιότερα χρόνια.
Τότε κυριαρχούσε το σύνθημα «άρπαξε να φας και κλέψε να ‘χεις». Κι η πραγματικότητα έλεγε πως «όποιος δεν έκλεφτε, δεν έζηγε». Το να κλέβεις δηλαδή στα χρόνια εκείνα ήταν ανάγκη επιβίωσης, ζωής.
Φυσικό λοιπόν ήταν η κλεψιά ν’ αντιμετωπίζεται σαν ένα συνηθισμένο φαινόμενο αναπόσπαστα δεμένο με τη ζωή της εποχής. Έκλεβαν σχεδόν όλοι, όσοι βέβαια μπορούσαν, λαϊκοί και… ιερωμένοι. Κι έκλεβαν, χωρίς διάκριση, απ’ όλα κι απ’ όλους. Από άλογα, βόδια, γίδια, πρόβατα, γουρούνια ως κότες, απίδια, καρύδια, σύκα κι ό,τι άλλο τους χτύπαγε στο μάτι και στην όρεξη. Κι έκλεβαν από συγγενείς, φίλους, σμίχτες, χωριανούς, κοντοχωριανούς, όπου έφτανε η ακτίνα δράσης καθενός.
Ο Παπαδοβάσιλας π.χ. έβαλε τον έναν του γαμπρό (Μπουρλούμη) να κλέψει μαζί με τον Ζαντέ το γουρούνι από τον άλλο του γαμπρό (Τσιόλο).
Ο Ρούσας έκλεψε μια προβατίνα του κουνιάδου του Κωστάντιου.
Οι Τσιρίμηδες κλέψανε μια γίδα του πρωτοξάδερφού τους Κουγιονικολάκη κι άλλη μια γίδα του σμίχτη τους Κομπόλη.
Είναι γεγονός ότι την κλεψιά παλιότερα δεν την βλέπανε σαν ντροπή, αλλά σαν τόλμη και παλικαροσύνη. Όσο πιο πολλά μάλιστα έκλεβε κανένας, τόσο περισσότερη επιβολή είχε στην κοινωνία. Καμιά λογαριαζόταν και για τρανός κομματάρχης με κύρος και μεγάλη πολιτική δύναμη. α ήταν και το άλλο: Ο τσιοπάνης που δεν έκλεβε και δεν τον νταν, δεν ήταν δυνατό να διατηρεί το κοπάδι του. Του το ‘κλεβαν οι άλλοι. Έτσι έκλεβε ο ένας τα’ αλλουνού κι… ερχόσαντε τριγύρω.
Οι κλέφτες είχαν καθιερώσει δικό τους κώδικα ηθικής και συμπεριφοράς. Σ’ αυτούς επικρατούσε ο άγραφος νόμος να μη μαρτυράνε συνήθως ο ένας τον άλλο, αν αυτός δεν πείραζε το δικό τους βιος ή αν δεν είχαν προηγούμενα μεταξύ τους. Γι’ αυτό συχνά άλλοι έκλεβαν κι άλλοι πλήρωναν. (1)
Τα δικαστήρια τις πιο πολλές φορές τ’ αποφεύγανε. Ίσως γιατί είχαν δικό τους τρόπο να τιμωρούν εκείνους που τους έκλεβαν, την αντεκδίκηση. Μ’ έκλεψες – έλεγαν – θα σε κλέψω θα σου φαρμακώσω τα πράγματα θα σου κάψω το καλύβι θα σου κάμω όποια ζημιά περάσει από το χέρι μου. Ζημιά που να σε τσούξει, όχι παίξε-γέλασε.
Ο Παπαδοβάσιλας έβαλε και κλέψανε το γουρούνι του γαμπρού του Τσιόλου.
Δεν πέρασε βδομάδα κι ο Τσιόλας έκαψε το καλύβι του Ζαντέ στην Κοκορεβιθιά.
Οι Τσιρίμηδες κλέψανε μια γίδα από το σμίχτη τους Κομπόλη. Αμέσως την άλλη βραδιά ο Κομπόλης τους έκλεψε δυο γίδες. Η παραπανίσια ήταν για τιμωρία.
Ο Στρεζοβινός Πράκας, συνέταιρος μυλωνάς στους Πρίνους με το Χαραλάμπη Μπρη, έκλεβε ταχτικά από το συνεταιρικό αλεύρι και τάιζε τη φαμίλια του. Ο γιος του Μπρη Νικολής με το φίλο του Μιχαλάκο επιχειρήσανε να κλέψουν ολόκληρο το κοπάδι τα πρόβατα του Πράκα. Δεν τα καταφέρανε και του κλέψανε το γουρούνι. Σε λίγες μέρες του κλέψανε και δυο πρόβατα. Το ωραίο είναι πως δώσανε και τον Πράκα ένα βρασμένο κομμάτι από τα κλεμμένα κι ομολόγησε πως νοστιμότερο κρέας δεν είχα ματαφάει.
Ο Κουγιονικολάκης έκλεψε μια λιάρα γίδα – μάνα τη λέγανε – από τα ορφανά παιδιά του Κοτοπέτρου, Ντέρτη, Ζαντέ, Ραμόγιαννη κλπ. Πάνε μια νύχτα τα παιδιά στη στάνη του δράστη και κλέβουν άλλη γίδα. Εκείνη όμως ήταν του Μπαρουγιάννη, σμίχτη του Νικολάκη και κατά λάθος την πήραν. Τ’ ανακάλυψε ο Γιάννης και τα σακάτεψε στο ξύλο.
Αλλά αντεκδικήσεις έχουν σημειωθεί και γι’ άλλες αιτίες. Δεν πειράζει να τις καταχωρίσω εδώ μια και το ‘φερε η κουβέντα.
Ο μυλωνάς Σφυρής από το Βελτεσινίκο, βαλτός από το Χρηστιά, έκανε μήνυση του Πόταγα για αγροζημιά ασήμαντης αξίας. Ο Πόταγας πήγε μια νυχτιά να του κόψει τ’ αμπέλι στον Κάμπο. Έκοψε όμως από το κούρβουλο άδικα τ’ αμπέλι του Καράγιωργα. Γιατί αυτό του είχε υποδείξει επίτηδες ο Βαλτεσινιώτης τσιοπάνης Κατσίγιαννης που δε χώνευε τον Καράγιωργα, ενώ συμπαθούσε το Σφυρή.
Ο Φίλος έβαλε τη Βασιλαρώνα και μήνυσε τον Τσιριμοθανάση (βλ. «ο Τσιριμοθανάσης») για τη φάρσα που της σκάρωσε, στέλνοντάς την να ξεμολογηθεί στο Μαστραργύρη. Ένα-ένα χάθηκαν και τα έξι μαρτίνια του Φίλου. Λένε πως τα ‘κλεψε ο Τσιριμοθανάσης. Εγώ δεν ξέρω. Ούτε λέω. Μα καπνός χωρίς φωτιά γίνεται;
Ο Κόλλιας – είπα ήδη – είχε σφάξει τον Μπαρουνοκώστα σε μια λογομαχία που είχανε για τον υπαίτιο κάποιου εμπρησμού δασικής έκτασης. Ο Μπαρουνοκώστας με τον Καγιά αργότερα κατηγόρησαν άδικα τον Κόλλια ότι έκλεψε τάχα το μουλάρι της Κερπινιώτισσας Μαδούραινας. Και με την ψευτομαρτυρία τους τον δικάσανε σε 5 χρόνια φυλακή.
Ο Βλάσης έβαλε τα πράματα κρυφά μια νύχτα και φάγανε το αραποσίτι του Κατσιαλέπη. Άλλη νύχτα ο Κατσιαλέπης με τα γελάδια του έφαγε το αραποσίτι του Βλάση. Και διάλεξε τη νύχτα του γάμου του να «πάρει το αίμα του πίσω», για να μην τον υποπτευθεί κανείς.
Ο γαμπρός με τη νύφη πήγανε να «κοιμηθούν», για να διαπιστωθεί η παρθενιά της νύφης. Τα πειστήρια, δηλ. το ματωμένο πουκάμισο, έπρεπε να παρουσιαστούν στους καλεσμένους, για να μη μένει σε κανέναν αμφιβολία για την αγνότητα της νύφης (βλ. και κεφ. «Γάμοι»).4
Ο Μακεδόνας, αδελφός του Τρύφωνα, έχει κάποια άλλη εκδοχή για το ίδιο περιστατικό. Η ουσία όμως παραμένει η ίδια. Αντεκδίκηση και πονηριά.
Για το περιστατικό τούτο αξίζει να γραφτούν δυο λόγια παραπάνω, όπως ακριβώς έγινε, γιατί είναι πραγματικά πρωτότυπο και χαριτωμένο. Εδώ το λόγο παίρνει ο γιος του Κατσιαλέπη Τρύφωνας που μου το έχει διηγηθεί με τον ιδιότυπο τρόπο του:
- «Που λες, Θόικο, (2) άμα τα’ αραποσίτια του χωριού ήσαντε γινωμένα για θέρο, έτυχε ο πατέρας μου να στεφανωθεί τη μάνα μου. Εγώ βέβια ήμουν αγέννητος ακόμα. Την Κυριακή το βράδυ είχε στρωθεί πλούσιο το τραπέζι του γάμου και το γλέντι είχε ανάψει για καλά. Αντάμα με τους άλλους γλένταγε κι ο Βλάσης και το ‘ειχε Πρέβεζα, που λέμε
Ήρθανε τα μεσάνυχτα κι ο γαμπρός με τη νύφη εδιάκανε στο απάνου πάτωμα του χανιού να κοιμηθούνε, όπως ήταν το έφιμο.(3) Μόλις ανεβήκανε τα νιογάμπρια απάνου, ο πατέρας μου αντί να πάει αμέσως στη μάνα μου, καταλαβαίνεις γιατί,πηγαίνει κρυφά στα γελάδια του. Τους βουλώνει τα τσιοκάνια, τα παίρνει σιγά-σιγά, τα παέι και τ’ απολάει μες στη μέση στα αραποσίτι του Βλάση. Τ’ άφησε κι έφυγε. Γυρίζει στο κονάκι, κοιμάται στα σβέλτα με τη μάνα μου και δίνει το πουκάμισο ναν το ιδούνε οι καλεσμένοι. Το γλέντι εδιάη σύννεφο και κράτησε ούλη τη νύχτα.
Την κονταυγή, πριν ακόμα οι καλεσμένοι πάνε να ξυπνήσουνε τα νιογάμπρια τραγουδώντας το «Τώρα τα πουλιά, τώρα τα χελιδόνια…» σηκώνετ’ ο πατέρας μου, πάει και φέρνει τα γελάδια πίσω εκεί που τα πήρε. Κανείς δεν τον είδε, κανείς δεν τον πήρε είδηση. Ούτε του Βλάση ούτε άλλου κανενού εδιάη το μυαλό πως το αραποσίτη το ‘φαγε ο Κατσιαλέπης που εκείνη τη νύχτα έκανε το γάμο του»(4).
Εξάλλου, οι κλέφτες, αν δεν συγκρούονταν και δεν θίγονταν τα μεταξύ τους συμφέροντα, υποστήριζαν ο ένας τον άλλο. Κρύβανε τις κλεψιές τους και καμιά φορά, για να προστατέψουν τους… συναδέλφους, στρέφανε τις υπόνοιες των θυμάτων σ’ απίθανη πλευρά. Κι ας ήταν αθώοι οι άνθρωποι.
Μια νύχτα τα ίδια παιδιά του Κότη χάσανε μια προβατίνα. Ψάχνουν από δω, ψάχνουν από κει, ούτε προβατίνα ούτε κλέφτης. Ένα μεσημέρι πάει ο Ραμόγιαννης στο Λώνη, εν δράσει κλέφτη εκείνη την εποχή.
- Γιώργη, του λέει, μας κλέψανε μια προβατίνα. Εσύ θα ξέρεις ποιος την πήρε. Και πρέπει να μου το ειπείς.
- Και βέβαια ξέρω, απαντάει ο Λώνης, χωρίς να σκεφτεί καθόλου. Την προβατίνα την έκλεψε ο Κουτσός(5).
- Τι λες, ρε Γιώργη. Ο Κουτσός δεν είναι κλέφτης. Μη με κοροϊδεύεις, του παρατηρεί ο Ραμόγιαννης.
- Έναι, έναι. Πέρασα προχτές από το Τζιρακαιίκο και βράζανε κριας. Είδα και την κατσούλα(6) τους που πιλάλαγε στο δρόμο μ’ ένα μπουκούνι(7) στο στόμα.
Τι να κάνει τώρα ο Ραμόγιαννης; Με χίλιους δισταγμούς και με πολλά συγγνώμη βρίσκει τον Κουτσό και του γυρεύει την προβατίνα. Ταμπλάς αν τον βαρούσε τον έρμο τον Κουτσό δε θα γεράνταγε(8) όπως γεράντησε. Έπεσε ο ουρανός και τον πλάκωσε. Άνοιξε η γης και τον κατάπιε. Τον έπιασε τέτοια τρεμούλα, που σκιάχτηκε ο Ραμόγιαννης μην πάθαινε τίποτα. Ύστερ’ από λίγο συνήλθε και του ‘ειπε μέσ’ από τα δόντια του:
- Εσύ το πιστεύεις, Γιάννη;
- Τι να σου ειπώ; Έτσι μου είπανε. Κι αυτός, που μου το ‘ειπε, ξέρει.
- Ε, δε μένει τίποτ’ άλλο τότε, είπε ο καημένος ο Κουτσός. Να ορκιστείς ότι σου πήρα την προβατίνα και να πας στο κατώι να πάρεις το μουλάρι μου. Άλλο τίποτα δεν έχω που ναν το μοναχός μου.
Τολμούσε όμως να ορκιστεί ο Ραμόγιαννης, αφού μέσα του είχε αμφιβολίες για την ειλικρίνεια του Λώνη; Κι ο όρκος ήταν μεγάλη υπόθεση.
Αργότερα μαθεύτηκαν οι πραγματικοί κλέφτες, εμπρορευόμενοι σήμερα στην Αθήνα.

Στα χρόνια εκείνα οι κλέφτες χωρίζονταν σε τρεις χοντρικά κατηγορίες: στους σούρτες, στους πραγματικούς κλέφτες και στους πλιατσικολόγους. Τους τελευταίους τους λέγανε και μαγάρες, επειδή μαγαρίζανε… το επάγγελμα! Ενώ οι πραγματικοί κλέφτες το τιμούσαν! Ήταν αξιοπρεπείς και αξιοσέβαστοι!
Οι σούρτες δεν κλέβανε οι ίδιοι. Έβαζαν άλλους να κλέβουν και μάλιστα από άλλα χωριά, άλογα, μουλάρια κι ολόκληρα μπουλούκια από είκοσι κι απάνω γίδια ή πρόβατα. Αυτοί τα φυγαδεύανε σ’ άλλες περιοχές.
Οι πραγματικοί κλέφτες κλέβανε μόνο γίδια ή πρόβατα. Αριά και που αν και κανά άλογο ή μουλάρι ανάλογα με την καπατσοσύνη του καθένας.
Οι μαγάρες κλέβανε από γίδια, πρόβατα, γουρούνια, κοτερά ως σταφύλια, σύκα, αλετροπόδες και τροκάνια…
Μεγάλος σούρτης, σοβαρός και κύριος, ήταν ο Παναγούλιας Χρηστιάς. Όπως διηγιέται με καμάρι ο γιος του Φρούσιος ή Κόρδας, ο Χρηστιάς δεν καταδέχτηκε ποτέ ν’ απλώσει κλίτσα και να πιάσει πόδι γίδας ή προβατίνας. Αλλά για σούρτης δεν είχε το ταίρι του στην Γλανιτσιά και στα περίχωρα. Αναφέρω ένα μονάχα περιστατικό:
Μια φορά φέρανε στην Κοκαλιάρα ένα μπουλούκι πρόβατα βελημαχιώτικα.
Τα παράλαβε ο Χρηστιάς και τα ‘βαλε στο κοπάδι του σαν δικά του. Τα βλέπει ο Τέλης Δασκαλόπουλος από την Κερπινή – αντίπαλος σούρτης κι αυτός – και παραγέλνει την είδηση στο Βελημάχι. Σε δυο-τρεις μέρες έρχονται οπλισμένοι κάτι Βελημαχιώτες, βρίσκουν το κοπάδι χωρίς τσιοπάνη, παίρνουν τα πρόβατά τους και γυρίσανε να φύγουν. Τους βλέπει ο Ανάστος Κωνσταντινόγιαννης και ειδοποιεί τον Χρηστιά. Αρπάζουν τους γκράδες τους, κυνηγάνε τους Βελημαχιώτες. Δίνουν μάχη μπαμ!-μπουμ! και τους ξαναπαίρνουν τα πρόβατα. Στο μεταξύ γνώρισαν ο ένας τον άλλο – κλέφτες ήτανε κι εκείνοι – τα φτιάσανε κι όλοι μαζί ήρθανε στο κωνσταντιναίικο κονάκι. Φάγανε, ήπιανε και γίνανε φίλοι… γκαρδιακοί κι αγαπημένοι.
Συμφωνήσανε τότε να πληρωθούν τα πρόβατα. Γιατί ήτανε ντροπή στο Χρηστιά ναν του τα παίρνανε πίσω. Το ποσό της πλέρας, που έταξε ο Χρηστιάς, ήταν αρκετά μεγάλο. Ξάφνιασε τους Βελημαχιώτες και παραδεχτήκανε πως ήταν πολύ κουβαρντάς κι εντάξει άνθρωπος.
Πήρανε λοιπόν τα χρήματα, όλα κολλαριστά, και καταευχαριστημένοι φύγανε.
Δεν προφτάσανε να πάνε στο χωριό τους και στο δρόμο ανακαλύψανε πως τα λεφτά ήταν κίβδηλα. Τα είχε πάρει ο Χρηστιάς από τους γνωστούς παραχαράκτες Καπελιάνηδες από το Βελτεσινίκο. Ακολούθησε καταγγελία και πλήρωσε ο Χρηστιάς πρόβατα και χρήματα με δυόμιση χρόνια φυλακή.
Μεγαλύτερος και πιο επιτήδειος κλέφτης και σούρτης μαζί ήταν ο Μητρόγιαννης. Παναγούλιας κι αυτός. Έκλεβε από τα μικράτα του ως τα γεράματά του. Και ποτέ δεν πιάστηκε. Κι έκλεβε όχι λίγα, αλλά πολλά. Μια μέρα πούλησε ολόκληρο το κοπάδι του από εβδομήντα πρόβατα. Και την άλλη αυγή το γαλάρι(9) του ήταν πάλι γεμάτο.
Κοντά στο Μητρόγιαννη έρχονταν ο ξάδερφός του Ανάστος Κωνσταντινόγιαννης κι ο Αγγελής Λιακούλης, άπιαστος κι εκείνος στις πραγματικές κλεψιές. Την πλήρωσε όμως άδικα με φυλακή κι εξορία για κάτι κουγαίικα τραγιά που ακόμα ορκίζεται πως δεν είχε παρμένα.
- Δε λέω πως ήμουνα παστρικός, έλεγε μια μέρα στο μαγαζί του Βασίλη ο Αγγελής. Και της Παναγιάς τα μάτια έκλεφτα. Μα τα κουγαίικα τραγιά δεν τα πήρα.
Εδώ μ’ έβρε αβανιά(10). Ογράτισα (11) άδικα.
Ύστερα ακολουθούσαν ένα σωρό άλλοι κλέφτες και μαγάρες. Ποιον να θυμηθείς και ποιον να λησμονήσεις. Δεν μπορείς εύκολα να τους ξεχωρίσεις. Και πιο πολύ να τους αξιολογήσεις. Ενδεικτικά αναφέρω τους: Παναγουλαίους όλους, Τουρλαίους, Τσιρίμηδες, Κόλλια Τσιέπανο, Μπαντογιώργη, Ρούσα, Γαγάτσο, Τιριρή,Παπαδοβάσιλα, Θόδωρο Κομπόλη, Πόταγα, Κουγιονικολάκη, Χαραλάμπη Μπρη,Φουσέκα, Μπιτσίλη, Ζαντέ, Τζιντάνο, Νικολή, Τσιαγκρή, Μιχαλάκο, Γιόβα… κι άκρη δε βρίσκω. Προσθέτω και τα λιμοτάγαρα Μπένο, Μπλε, Ραμόγιαννη, Λάμπη Πίκουλα και πάλι λειψό θα μείνει το πάνθεο των… ηρώων.

Γύρω από τις κλεψιές κυκλοφορούν πάμπολλες ιστορίες και καλαμπούρια.
Δυστυχώς για λόγους οικονομίας του βιβλίου αδυνατώ να τα συμπεριλάβω όλα.
Περιορίζομαι λοιπόν σε πολύ λίγα… δειγματοληπτικά.

Νεότερος ο αργότερα γερο-Ρούσας είχε παντρευτεί για τρίτη φορά την Παναγιώτα, αδερφή του Κωστάντιου και λοιπών αδελφών. Μια νύχτα ο γαμπρός κοιμήθηκε στο σπίτι του κουνιάδου του. Σηκώνεται το πρωί, πριν να φέξει ακόμα, για την Απιδούλα. Περνάει από του Λώλη, αρπάζει μια προβατίνα από το κοπάδι του κουνιάδου του, την πετάει στον ώμο και δρόμο. Ξημέρωσε η μέρα, πάει ο Κωνστάντιος στη στάνη. Αναζητάει την προβατίνα, δεν τη βρίσκει πουθενά. Χωρίς να το σκεφτεί καθόλου φωνάζει:
- Μπάμπη, τρέχα γρήγορα στην Απιδούλα και πρόφτασε τον μπάρμπα σου πριν σφάξει την προβατίνα.
Τρέχει ο Μπάμπης και προφταίνει το Ρούσα την ώρα που ακόνιζε το μαχαίρι.
Κάποτε ο ίδιος ο Ρούσας έχασε μια μιλιόρα. Την αναζήτησε σ’ όλες τις μεριές, δεν την ήβρε. Δούλεψε το μυαλό του και κατάληξε πως τη μιλιόρα την είχε κλέψει ο κοντογείτονας κι επιστήθιος φίλος του Καράμπελας. Πάει κατευθείαν στο κονάκι του και χωρίς περιστροφές του γυρεύει τη μιλιόρα.
- Εγώ, γέρο; Διαμαρτύρεται θιγμένος σοβαρά από την αδικία!! ο Καράμπελας.
- Ναι, εσύ Γιάννη. Φέρε πίσω τη μιλιόρα κι άσε τις ντζιριντζάντζουλες.
- Δεν την πήρα σου λέω, γέρο, επιμένει ο Καράμπελας. Πρέπει να με πιστέψεις.
- Την πήρες, Γιάννη. Θέλω τη μιλιόρα.
Ο Καράμπελας ζορίστηκε. Κατάλαβε πως δε θα ξεγλίστραγε εύκολα κι είπε:
- Κάτσε να βραδιάσει, γέρο, να ΄ρθουν τα παιδιά να ιδώ μην την πήρε κανένα κρυφά από μένα… Κι εδώ είμαστε.
- Καλά. Θα κάτσω. Μα τη μιλιόρα εσύ την πήρες.
Βράδιασε η μέρα, ξημέρωσε η άλλη. Και πάει βαθύτατα λυπημένος από την προσβολή το ‘παθε!! ο Καράμπελας τον Ρούσα.
Ξέρεις, γέρο, και να με συγχωρέσεις… εκείνα τα παλιόπαιδα την πήρανε τη μιλιόρα κρυφά από μένα. Σου ορκίζομαι πως δεν τα ‘ειδα ούτε έφαγα από δαύτην.
- Καλά, σε πιστεύω. Μην ορκίζεσαι. Και τώρα τι θα γίνει;
- Άσε να περάσει το καλοκαίρι και θα σου δώκω μια μιλιόρα από τις δικές μου. Και… ας μη γίνει κουβέντα.
- Όχι, δε θα γίνει.
Ξεκαλοκαιριάσανε όξω τα πράματα και στα μέσα περίπου του χινόπωρου πάει ο Ρούσας στο καλύβι του Καράμπελα:
- Ήρθα, Γιάννη.
- Ναι, γέρο, καλά ‘καμες. Έμπα στο κατώι και πάρε μία…
Μπαίνει ο γέρος στο κατώι, ρίχνει μια ματιά ένα γύρω κι έμπειρος, καθώς ήτανε, διαλέγει και πιάνει την καλύτερη μιλιόρα.
- Μα εσύ, γέρο, μου ξεματιάζεις το κοπάδι. Άφτην εφτούνη και πάρε καμιά άλλη, διαμαρτυρήθηκε ο Καράμπελας.
Γυρίζει ο Ρούσας, τον βλέπει κατάματα και του απαντάει:
- Άμα δε θέλεις, Γιάννη, άλλη βολά να μην ξαναψωνίσεις από το μαγαζί μου…
Μια φορά ο Μητρόγιαννης, ο Γαγάτσος κι ο Τιριρής – ιστορεί ο Σκασίλας – κάνανε παρέας να κλέψουν. Πήγανε πίσω από τις Τρούπες στα Λακώματα που ‘ειχανε τα γίδια τους οι Κερπινιώτες Καπερώνης και Τζουλουχάς – άλλοι κλέφτες εκείνοι. Άμα ζυγώσανε κοντά στο μαντρί, είδανε πως δεν είχε ΄ρθει ακόμα το κοπάδι. Οι δυο πρώτοι βάλανε το Τιριρή να φυλάει κι άμα ιδεί το κοπάδι να ‘ρχεται, να τους σιουρίξει. Αυτοί τραβήξανε παρακάτου γι’ άλλα ψαξίματα.
Ο Τιριρής άργησε ναν τους ειδοποιήσει, ενώ τα γίδια είχανε κλειστεί κιόλας στο μαντρί. Γυρίζουν πίσω κρυφά-κρυφά, μην τους οσμιστούν τα σκυλιά και βρίσκουν τον Τιριρή να κοιμάται και να ροχαλίζει. Τον πιάνει ξαφνικά ο Γαγάτσος από το λαιμό και του κουκουλώνει το κεφάλι (για να μη βλέπει) με την κατσιούλα της καπότας του. Ο Μητρόγιαννης άρχισε να του τις ρίχνει με το κλιτσοράβδι του και ναν του λέει άγρια μ’ αλλαγμένη φωνή:
- Θα σε κάμω λιώμα, κερατά, να μάθεις να μου κλέφτεις τα γίδια.
- Όχι εγώ, δεν τα πήρα. Άδικα με βαρείς, διαμαρτύρεται ο Τιριρής.
- Τότε μαρτύρα ποιος τα κλέφτει.
- Δεν μπορώ, θα με σκοτώσουνε…
Τον παρατήσανε και φύγανε. Εκείνος έκανε να σιάξει για το χωριό, σκιαζόταν όμως το σκοτάδι και τα στοιχειά που γυρίζουν τη νύχτα. Πάει στου Μπάντου τη Σκάλα και λουφάζει σ’ ένα πουρνάρι. Πού ναν του κολλήσει όμως ύπνος! Δεν πέρασε πολλή ώρα και να σου ο Μαγουδής, τραβώντας βιαστικά μια γίδα. Ο Τιριρής τον εγνώρισε και πετιέται όξω από το πουρνάρι.
- Πάρ’ τη γίδα, του λέει ο Μαγουδής, και κρύψε την κάπου. Το βράδυ τη σφάζουμε και την τρώμε. Άιντε, γιατί εγώ βιάζουμαι πολύ και δεν έχω ώρα για στασιό. Παίρνει τη γίδα ο Τιριρής και πάει στη ράχη στο Δεντρούλι ναν την κρύψει ανάμεσα σε κάτι πλατιές μάντρες. Καθώς έκανε να μεριάσει μια κοτρόνα, για ν’ ανοίξει τρούπα να βάλει μέσα τη γίδα, γκρεμίζεται ένα μέρος από τη μάντρα. Τ’ άκουσε ο Κόλλιας ο Τσιέπανος, που πέρναγε κατά τύχη από κει και πονηρεύτηκε. Παραφυλάει, βλέπει τον Τιριρή να φέγει για τον Παλιόπυργο. Παίρνει εκείνος τη γίδα, την έφαγε και πάει καλιά του.
Ο Μπαντογιώργης – λέει ο Μπάμπης Γιαννόπουλος – ήταν πιο καπάτσος κλέφτης. Κατάφερνε και τη ζημιά να κάνει και λάδι να βγαίνει.
Μια χρονιά ο Μπαντογιώργης είχε πάει για σκάψιμο στο Λατζόι του Πύργου.
Μια μέρα ένας Λατζοΐτης έχασε κάτι κότες και χωρίς αποδείξεις τον κατηγόρησε για κλέφτη. Άδικα διαμαρτυριότανε ο Μπαντογιώργης πως δεν πήρε τις κότες. Κανείς δεν τον πίστευε.
Ένα βράδυ ο αστυνόμος έπιασε για άλλη αιτία τον Μπαντογιώργη και τον έκλεισε στο κρατητήριο. Ο Μπαντογιώργης άφριζε από το κακό του για την αβανιά που τον ήβρε, αλλά δε μίλησε. Ίσια-ίσια βρήκε μοναδική ευκαιρία, για να βγάλει το άχτι του για τις άδικες κατηγορίες που του κολλάγανε. Τη νύχτα, ύστερ’ από πολλή προσπάθεια, κατάφερε να βγει κρυφά από το κρατητήριο. Πάει στο κατώι του κατήγορού του Λατζοΐτη, του κλέβει το γουρούνι και το κρύβει σ’ ασφαλισμένο μέρος.
Γυρίζει πάλι στο κρατητήριο και κοιμήθηκε τον «ύπνο του δικαίου».
Το πρωί ο νοικοκύρης είδε να λείπει το γουρούνι του. Χωρίς να ξέρει πως ο Μπαντογιώργης ήτανε κλεισμένος στο κρατητήριο, πάει στον αστυνόμο κι αρχίζει πάλι τις κατηγόριες.
- Ρε κερατά, του λέει ο αστυνόμος, γιατί τον ογρατίζεις άδικα τον άνθρωπο, αφού όλη νύχτα τον είχα κλεισμένο στο κρατητήριο; Άι να χαθείς από μπροστά μου. Κι άλλη φορά να μη σ’ ακούσω να την κατηγορείς. Θα ‘χεις να κάνεις μαζί μου.
Κάποτε ο Αγγελάρας με τον Τουρλόπανο, παιδαρέλια 16-17 χρονών, πήγανε στα κερπινιώτικα καλύβια και κλέψανε μια προβατίνα του Κατσιτρίχα. Επειδή όμως τότε χάραζε η μέρα, φοβηθήκανε να την πάρουν εκείνη την ώρα μαζί τους, μην τους έβλεπε κανά μάτι. Και την κρύψανε δεμένη παρακάτου στο πλάι μέσα σε μια πουρναρίσια τούφα.
Άμα πήρε καλά η μέρα, κοντά στην τούφα μαζευτήκανε κάμποσα μικρά τσιοπανόπουλα από τον Παλιόπυργο και παίζανε κρυφτούλι. Κάνει έτσι η Νικολιά του Ρήγου (η πρώτη γυναίκα του Νικολού), βλέπει την προβατίνα και τη μαρτυράει στους Κερπινιώτες.
Διηγιέται ο Αγγελάρας: Πονηρός ο Κατσιτρίχας δεν εδιάη αμέσως να πάρει την προβατίνα. Την εμέριασε σ’ άλλη τούφα και την άφηκε. Αντάμα με τον Καπερώνη και με τα δίκανα γιομάτα θα παραφυλάγανε τη νύχτα να πιάσουνε τον κλέφτη που θα πήγαινε ναν την πάρει.
Όπως το λογάριασε ο Κατσιτρίχας, έγινε. Ήρθε αργά το βράδυ και πάμε με τον Πάνο να πάρουμε την προβατίνα. Χώθηκα εγώ πρώτος στην τούφα, ψάχνω για την προβατίνα, δεν τη βρίσκω. Ο Πάνος έκατσε πάρα όξω μ’ ένα παλιομπιστολάκι στο χέρι και φύλαγε μην έρθει κανείς. Βγαίνω από την τούφα και το λέω του Πάνου σιγανά. Μου δίνει το μπιστολάκι, χώνεται κείνος μέσα, πάλε δεν τη βρίσκει και μου το λέει δυνατά.
Στο μεταξύ οι Κερπινιώτες είχανε κυκλώσει καλά τον τόπο. Κι άμα ακούσανε τη φωνή του Πάνου, ρίνουνε μια μπαταριά με τα δίκανα ίσια καταπάνου του. Και συνέχεια βαλθήκανε να πετάνε κοτρόνες. Μια κοτρόνα πετυχαίνει τον Πάνο στο σταυρό κι αρχινάει τα σκουμάρια. Πάει το παιδί, το σκοτώσανε, λέω. Κι από την τρομάρα μου το βάνω στα πόδια. Μια ντουφεκιά μου ρίνουν και με παίρνουν τα σκάγια στο κεφάλι. Ακόμα φαινόνται τα σημάδια. Λακώντας ροβολάω τον κατήφορο,περνάω στο Φρέο και ίσια χώνουμαι μέσα στο ποτάμι. Πιάστηκα από μια κλάρα και μοναχά το κεφάλι άφηκα όξω από το νερό. Με χάσανε οι Κερπινιώτες και γυρίσανε πάλε κατά τον Πάνο. Τον πιάνει ο Καπερώνης και πού σε πονεί και πού σε σφάζει!
Το σακάτεψε το παιδί. Απουπάνου μας καταγγείλανε κιόλας και δικαστήκαμε στην Τρίπολη πέντε χρόνια φυλακή ο καθένας. Κάναμε έφεση στ’ Ανάπλι και μας κατεβάσανε σε έξι μήνους.
Άκου τώρα να ιδείς τι έγινε παρακάτου: Άμα βγήκαμε από τη φυλακή και λιγούλι αργότερα, ο Πάνος με τον αδερφό του το Μιχάλη παραφυλάξανε μια ημέρα που πέρναγε ο Καπερώνης – σκυλί ατάιστο, σου λέω, άντρακλας ίσιαμε δυο μέτρα – από το μητραίικο καλύβι, του πέφτουνε ξαφνικά απάνου και τον κάνανε λιώμα στο ξύλο: Σηκωτόν με τα ματαράτσια τον εδιάκανε στο καλύβι του.
Και τελειώνει ο Αγγελάρας:
- Καλά του κάνανε του κερατά! Εδώ παραφυλάς για το λαγό κι άμα τον ιδείς να ‘ρχεται, πρώτα του κάνει ψιτ! και μετά τον σκαγιάζεις. Αυτός ο παλιομπαγάσας μας έριξε μπίτι ανειδοποίητα…

Ο Κώστας Φουσέκας, κύριος με υπόληψη σήμερα, στα παιδικά κι εφηβικά του χρόνια ήταν από τη φύση του ατίθασος, κλέφταρος και λαίμαργος, λιχουδιάρης. Είχε μείνει ορφανός, βλέπεις, γιατί τον πατέρα του τον είχε σκοτώσει ο Βασίλης Καπετάνιος. Έτσι δεν είχε κανέναν να τον συμμαζέψει. Τη μάνα του δε τη λογάριαζε ούτε και τη σκιαζότανε. Κι έκανε όλο του κεφαλιού του. Από τα φρούτα πιο πολύ λιγουρευότανε τα σύκα, νωπά ή σε τσαπέλα. Για τα πρώτα κόντεψε να τον σκοτώσει μια φορά ένας Κερπινιώτης στα κερπινιώτικα καλύβια που πήγε να κλέψει. Για τα δεύτερα δε δίσταζε να κλέβει το ίδιο του το σπίτι, για να τ’ αποχτήσει.
Η συναλλαγή παλιά – όπως έχω ξαναειπεί – γινότανε περισσότερο με είδος.
Σιτάρι ή αραποσίτι. Το κριθάρι δεν το πολυλογαριάζανε. Γιατί ήτανε φτηνό και δεν έπαιρνες τίποτα. Ο Φουσέκας λοιπόν κάθε φορά που ορεγότανε τσαπελόσυκα,άνοιγε κρυφά το κασόνι. Γέμιζε το τρασ(ι)τούλι του με σιτάρι και κατευθείαν στου Κατσιανάστου.
Η γριά και χήρα Φουσέκαινα – λέει ο Ντίνος Κούγιας – έβλεπε το σιτάρι να λιγοστεύει. Δεν μπορούσε να δώσει εξήγηση κι άρχισε κρυφά να παραφυλάει για τον κλέφτη. Φαντάσου τώρα την αγανάκτησή της σαν είδε κλέφτη τον ίδιο της το μοναχογιό. Αρπάζει τη μάσια από τη γωνιά και χίμηξε ναν τον βαρέσει. Σβέλτος και παίδαρος ο γιος εσάλταρε στο χαγιάτι, δίνει έναν πήδουλο και πάει. Τρέχει από κοντά η γριά με τη μάσια στα χέρια. Βλέπει στο δρόμο το γερο-Κωτσιοφήρη κι άρχισε να φωνάζει:
- Πιάσ’ το μου, Κωσταντή. Πιάσ’ το μου το άτιμο!
Ώσπου να ειπεί να κουνηθεί ο Κωσταντής και ναν της το πιάσει, εκείνο βρισκότανε στου Κατσιανάστου. Κι απολάμβανε τη γλύκα από τα τσαπελόσυκα.
Ο Ζαντές – μεγάλη μαγάρα! – επίσης δεν άφηνε τίποτα που να μην το πάρει.
Ιδιαίτερη προτίμηση, εξόν από τα ίδια τα γιδοπρόβατα, είχε στα κουδούνια τους. Όποιο κουδούνι του ερέθιζε τ’ αυτί δε γλίτωνε. Ύστερα με λίγο κάψιμο στη φωτιά και με δυο-τρία κατάλληλα σφυροκοπήματα το ‘κανε αγνώριστο. Έτσι είχε καταφέρει να βάλει στα γιδοπρόβατά του ό,τι κουδούνια ήθελες, μονόγλωσσα, διπλοκούδουνα,τριπλοκούδουνα και με ήχους οξύτονους, μπάσους, ό,τι και να πεις. Έτσι, άμα ροβόλαγαν τα μεσημέρια από την Πλεύρα για τη Λιάσκοβα για νερό, άκουγες μια ευχάριστη ηχητική αρμονία σαν τις καμπάνες της Άγιας Μαύρας στη Ζάκυνθο..
Έξω από το χωριό και προπάντων στις πολιτείες, που πήγαινε με παρέα για σκάψιμο στις σταφίδες, σούφρωνε τα πάντα. Πληγή αγιάτρευτη!
Μια χρονιά με την παρέα του είχανε πάει για σκάψιμο στο Αίγιο. Μαζί ήταν κι ο Μπλες, πρωτοξάδερφος της γυναίκας του Θιοφάνης. Τελείωσε το σκάψιμο, πήρε καθένας τα λεφτά του κι απλωθήκανε στην πόλη για ψώνια και για… πλιάτσικο. Ο Μπλες πήρε μια φορεσίτσα ντρίλινη για το γιο του Καΐρη. Την έβαλε στο τράσ(ι)το του στα πράματα του Ζαντέ. Ήρθε η καρδιά του στον τόπο της. Και λέει:
- Τε ρε μαγαρισμένε, τ’ εσύ το πήρες το τράσ(ι)το μου τ’ εγώ φαγώθηκα να ψάχνω; Τε φερ’ το μου δω!
- Ρε, άι στο διάβολο, που θα σ’ το δώκω… Ας μην το ‘βανες εκεί να βρεθεί μπροστά μου. Γιατί εγώ θα ‘παιρνα άλλο. Τώρα πώς θα πάω στο χωριό μ’ αδειανά χέρια; αντίδρασε ο Ζαντές.

Ο γερο-Κομπόλης θα ήταν γύρω στα 83-84 χρόνια του. Τον αγαπούσα από καρδιά και μου άρεσε να κουβεντιάζω συχνά μαζί του, να τον πειράζω και να τον βάζω να μου διηγιέται παλιές ιστορίες για κλεψιές, για απαγωγές και τέτοια.
Τελευταία μου παραπονιότανε πως είχε αδυνατίσει, δεν έβλεπε καλά, τα πόδια δεν τον ακούγανε πια κι υπόφερνε τη νύχτα στο κρεβάτι. Για να το γυρίσω στ’αστείο, ένα απόγευμα, εκεί που πίναμε καφέ στο μαγαζί του Μαγαζά και κρυφαναστέναζε, του πετάω ξαφνικά το δόλωμα:
- Ας τα αυτά, γέρο. Πας τώρα να κλέψεις καμιά μιλιόρα να φάμε; Πολύ όμορφο πράμα το κλεφτό, ε; Ή μην έχεις αντίρρηση;
Τι ήτανε να το πω; Μεμιάς τα μάτια του γέρου ζωηρέψανε. Το κορμί του αναστηλώθηκε. Άφησε το κακόκεφο ύφος του και μου λέει χαμογελαστά:
- Αν με γλιτώνεις από τη φυλακή, πριν φωτίσει την αυγή την έχεις.
-Για κανά σταφύλι τι θα ‘λεγες, συνεχίζω.
Χαμογέλασε πιο ανοιχτόκαρδα και μου απαντάει:
- Συμπέθερε, είσαι πολύ σντρεβελιάρης. Εσύ δε θες τώρα σταφύλια ούτε μιλιόρα. Αλλά να, με τσιγκλάς(12) να σου λέω τα παλιά. Θέλεις τώρα να σου ειπώ για τα σταφύλια πο ‘κλέψαμε με τον Πόταγα. Και με παίρνεις από το πλάι. Αυτό δε θες;
Γιατί δεν το λες στα ίσια και το κλωθογυρίζεις;
- Αφού το κατάλαβες, αυτό θέλω.
Κι ο γέρος άρχισε:
- Είχαμε πάει, που λες, μια νύχτα – ναι, θυμάμαι, δεν είχε πολύ φεγγάρι – στο βαλτεσινιώτικον κάμπο να κλέψουμε σταφύλια με τον Πόταγα. Το πού θα κλέφταμε το ‘ειχαμε σημαδέψει από την ημέρα. Είχαμε συνεννοηθεί, άμα τρώγαμε καλά και γιομίζαμε και τα τράσ(ι)τα μας, να μιλάγαμε σιγανά ο ένας τ’ αλλουνού και να φέγαμε. Πήγαμε το λοιπόν, πιάσαμε από μια αράδα καθένας και βαλθήκαμε στο φαΐ και στο μάζεμα. Εγώ γιόμισα πρώτο το τράσ(ι)το. Κάνω ψιτ! του Πόταγα να φύγουμε. Ο Πόταγας βαριάκουγε και δε με πήρε είδηση. Παίρνω μια αμάτζα χώμα και του την πετάω στα πόδια.
(Εδώ σκάει κάτι γέλια ο γέρος και συνεχίζει).
Ο Πόταγας θάρρεψε πως ήσαντε Βαλτεσινιώτες και μας είδανε. Βάνει το τράσ(ι)το του στον ώμο και μπραστ! Παίρνει δρόμο. Εγώ πάλε θάρρεψα πως για να λακήξει έτσι ο Πόταγας, κάποιον θα ‘ειδε. Βάνω το τράσ(ι)το στον ώμο και μπραστ! κι εγώ. Όσο καταλάβαινε ο Πόταγας πως πιλάλαγα πίσω του, σίγουρος πια πως μας κυνηγάγανε Βαλτεσινιώτες, τόσο περισσότερο άνοιγε τις δρασκελιές του. Κι όσο έβλεπα γω τον Πόταγα να βαρούν οι φτέρνες του στον ακούτραφα(13)
- Άι, λέω, μας πιάσανε οι κερατάδες!...
Και τόσο λάκαγα κι εγώ. Πού να στα λέω, συμπέθερε. Η λαχτάρα και των δυονών μας δε λέγεται! Μοναχά σαν φτάσαμε στο χωριό καταλάβαμε τι πάθαμε.
Αλλά τα σταφύλια είχανε γίνει μούστος και τσίπουρα…
- Τώρα, συμπέθερε, θα λύσεις μιαν απορία μου… Με συμπαθάς βέβαια, μα πώς ναν το κάμω... Δεν ησυχάζω, αν δεν στην πω…
- Τι πώς ναν το κάνεις, συμπέθερε; Το ‘ηφερες, το ‘ηφερες, με ξεμολόησες κανονικά. Τι άλλο θέλεις; Πού σκοπεύεις τώρα ναν το πας;
- Να, ρε συμπέθερε – ας συγχωρήσει ο αναγνώστης την παρέκκλιση από το θέμα – εσύ ήσουνα σωστός αϊτονύχης, που λένε, και μύγα στο σπαθί σου δεν κόλλαγε. Πώς έγινε λοιπόν και την έπαθες στο πανηγύρι της Στρέζοβας από τους γύφτους;
- Πού στο διάβολο το θυμήθηκες εφτούνο, ρε συμπέθερε; Δεν το παρατάς να μη με κάνεις ρεζίλι του σκυλιώνε… Φτάνει πια, δε λέω. Δε σου λέω και… μη θέλεις τώρα να κόψουμε και την καλημέρα… Κι έκανε τάχα πως αγρίεψε ο γέρος.
- Ξέρεις καλά, συμπέθερε, πως την καλημέρα οι δυο μας δεν την κόβουμε.
Άιντε λοιπόν, πες το μοναχός σου το τι έπαθες, μπας και δεν τα γράψω σωστά κι ύστερα θα παραπονιέσαι…
- Να σε πάρει και να σε σηκώσει, συμπέθερε… Γρ, γρ, γρ, πάλε με καταήφερες.
- Ήτανε, που λες, μια χρονιά στο Πανηγύρι της Στρέζοβας (8-10 Τρυγητή).
Είχα, θυμάσαι, μια γαϊδουρίτσα σταχτιά, σπίθα στα νιάτα της ή άτιμη, μα γέρασε πια και δεν μπόρηγε να πάρει τα πόδια της. Είπα το λοιπόν ναν την πάω στο πανηγύρι μην τύχει και γελάσω κανέναν να την αγοράσει. Κι εγώ να πάρω άλλη. Την τάισα κανά δυο μέρες μπόλικο σανό, και μια και δυο στη Στρέζοβα. Την εδιάκα ίσια εκεί στ’ αλώνια που πουλάνε κι αγοράζουν τα ζωντανά. Με πλησιάσανε κάτι γύφτοι και… χωρίς πολλά παζάρια την πούλησα. Μετά πήρα να τριγυρνάω στ’ αλώνια ψάχνοντας για κανά καλό ζωντανό.
Δεν περάσανε πολλές ώρες, βλέπω κάτι άλλους γύφτους να γυροφέρνουν για πούλημα μια νια γαϊδουρίτσα ως 5-6 χρονών, με την τρίχα της γυαλιστερή να λαμποκοπάει στον ήλιο και μ’ ένα ανάλαφρο και γλήγορο περπάτημα. Λέω μέσα μου:
- Ετούτο έναι ζωντανό για μένα.
Αρχινήσαμε τα παζάρια, μια πάνου-μια κάτου, έδωκα τα λεφτά που είχα πάρει κι άλλα τόσα, απανωτίμι, παίρνω τη γαϊδουρίτσα και μια και δυο στο χωριό. Στου Τσιόκου χάμου ήσαντε δυο-τρεις, χαιρετηθήκαμε, μου ευχηθήκανε «καλορίζικη τη γαϊδούρα» και με ρωτάγανε για το πανηγύρι. Την ώρα που κουβεντιάζαμε, κόβει η γαϊδουρίτσα το μονοπάτι, φτάνει στο χωριό και γραμμή μπαίνει μέσα στο κατώι μου.
Καταλαβαίνεις τώρα τι είχε γίνει, συμπέθερε. Το κάζο πο ‘παθα δε λέγεται. Οι γύφτοι μου ξαναπουλήσανε τη δική μου γαϊδούρα που στο μεταξύ την είχανε κάνει αγνώριστη: την είχανε κόψει με το ψαλλίδι λίγο τη χαίτη και τη νουρά της, της βερνικώσανε τις τρίχες και της βάλανε νέφτι στον κώλο…
Αλλά, άκου δω, συμπέθερε. Ό,τι άλλο θες γράψε, ετούτο όμως όχι. Θαν το μάθουν τα εγγόνια μου και θαν τα ντρέπουμαι…
- Κακομοίρη γέρο! Έλεγες πως θα ζήσεις 150 χρόνια!
Ο Μιχαλάκος πάλι, ο Μπένος κι ο Μπλες είχανε συγκροτήσει συμμορία, για να κλέβουν φρούτα, απίδια, καρύδια, σύκα και σταφύλια. Αρχηγός ήταν ο Μπένος. Την τριανδρία πλαισίωναν συχνά ο Ραμόγιαννης κι ο Λάμπης Πίκουλας.
Κάποτε ο Μπλες, ο Μπένος, ο Ραμόγιαννης κι ο Πίκουλας δουλεύανε στ’ αυλάκι του μύλου στους Πρίνους. Μια μέρα αποβραδίς ο Μπένος πρόσταξε την παρέα το πρωί να φέρει ο καθένας από μια τρασ(ι)τίνα, για να κλέψουν απίδια από την Καστανιά(14). Έτσι κι έγινε. Με προσταγή του Μπένου πάλι ο Ραμόγιαννης κι ο Πίκουλας πήγανε στ’ αυλάκι, αυτός κι ο Μπένος στ’ απίδια.
Ανεβαίνουν στις απιδιές οι δυο λεβέντες και ριχτήκανε στο κόψιμο απιδιών για τις τρασ(ι)τίνες και στο φαΐ. Είχανε γεμίσει τις τρεις τρασ(ι)τίνες κι έμενε αδειανή η τέταρτη. Ξαναφαίνει από ψηλά ο γιος του Δημάκη από την Κερπινή που ήταν ιδιοκτήτης του περιβολιού.
- Πάρ’ το τράσ(ι)το σου, Γιάννη, και φέγα, λέει ο Μπένος στον Μπλε. Εγώ θα ιδώ τι θα κάνω.
Φορτώνεται το τράσ(ι)το του ο Μπλες και παίρνει τον κατήφορο. Από κοντά του τρέχοντας και φοβερίζοντας ο γιος του Δημάκη. Ο Μπένος, που είχε μεριάσει για λίγο, ξαναγύρισε, απογιόμισε καλά τα τράσ(ι)τα και τα ‘κρυψε, ώσπου να γυρίσουν οι άλλοι από τ’ αυλάκι.
Μπροστά τώρα ο Μπλες και πίσω το Δημακόπουλο περάσανε δίπλα από ‘να κεραμιδαριό και ξεμάκρυναν αρκετά. Στο μεταξύ ο διώκτης κέρδιζε δρόμο. Κι ο Μπλες αναγκάστηκε να πετάει τ’ απίδια λίγα-λίγα για να ξαλαφρώνει από το βάρος. Κάποτε όμως ο άλλος τον έφτασε. Σταματάει ο Μπλες με άδειο το τράσ(ι)το του, γυρίζει κατά δαύτον και λέει θυμωμένος:
- Τε, τε, τι τρέχει επιτέλους, μωρέ; Τετ ε μάστορας είμαι από την Κατσουλιά. Τε άμα θέλεις, πάμε τε στην Κιάρνη να ψήσουμε αραποσίτια στο μύλο.
Γκρίνιαξε κάμποσο το Δημακόπουλο στο τέλος μούντζωνε τον Μπλε κι έφυγε.
Κόντευε τώρα να πέσει ο ήλιος. Ο Μπλες ξαναγύρισε στον Μπένο. Ήρθανε κι ο Ραμόγιαννης με τον Πίκουλα από το μύλο. Φορτώσανε τ’ απίδια στην γαϊδούρα του Πίκουλα και να τους στο χωριό.
- Πάρ’ τε ο καθένας το τράσ(ι)το του, λέει ο Μπένος και άντεστε.
- Τετ ε γω δε θα πάρω απίδια; ρωτάει ο Μπλες
- Όχι, δε θα πάρεις, του λέει αυστηρά ο Μπένος. Εσύ τα δικά σου τ’ άδειασες
πιλαλώντας. Σκιάχτηκες ένα παλιόπαιδο.
- Τε τε, ας μην ήτανε κοντά οι κεραμιδαρέοι, τετ ε θα το φούρκιζα το άτιμο.
Θαν το πίνιγα μέσα στο ποτάμι.
- Καλά, δώστε του καθένας από λίγα. Κι άλλη βολά να προσέχει.

Άλλη μια μέρα λέει ο Μπλες στη συμμορίας:
- Τετ ε κει απουπίσω από την Κερπινή είναι κάτι καρυδιές. Κοντεύουν τε να τσακιστούν από τα πολλά καρύδια… Τετ ε πάμετε να τις τσαλαφρώσουμε;
- Τι λες, ρε, να μας πετσώσουν(15) οι Κερπινιώτες;
- Τε τε ποιος, ρε, να μας πετσώσει; Τετ ε τα καρύδια εκείνα τα ‘χουνε για την ψυχή τους… Τετ ε να περνάει ο κόσμος τε να παίρνει, τε να συγχωράει.
Το επιχείρημα ήταν πολύ σοβαρό. Οι άλλοι τώρα δε μπόρεσαν ν’ αντισταθούν άλλο. Λυγίσανε. Πήγανε μια νύχτα στις κερπινιώτικες καρυδιές και δεν άφησαν απάνω ούτε φύλλο.



Λεξιλόγιο-Παραπομπές
.
(1) Παράδειγμα ο Ζαντές. Μια χρονιά τον πιάσανε κάτι Στρεζοβινοί και τον σαπίσανε στο ξύλο για πράματα που δεν είχε κλέψει. Οι πραγματικοί κλέφτες ήταν ο Τουρλόπανος κι ο Ποδογορινός Γιώργας. Ο Μπαρουνοκώστας τους ήξερε, αλλά δεν τους μαρτύρησε, γιατί τους συμπαθούσε, ενώ το Ζαντέ δεν τον χώνευε. Οπωσδήποτε βέβαια τους ήξερε κι ο Ζαντές.
(2) Θόικος = χαϊδευτικό του Θόδωρος (εγώ)
(3) έφιμο = έθιμο.
(4) Ο Μακεδόνας, αδελφός του Τρύφωνα, έχει κάποια άλλη εκδοχή για το ίδιο περιστατικό. Η ουσία όμως παραμένει η ίδια. Αντεκδίκηση και πονηριά.
(5) Αυτό ο Λώνης το είπε για παραπλάνηση. Οι κλέφτες ήταν άλλοι και τους ήξερε, αλλά τους συμπαθούσε.
(6) κατσούλα = γάτα.
(7) μπουκούνι = κομμάτι κρέας.
(8) γεράνταγε = καταντούσε.
(9) γαλάρι = κυκλική μάντρα από πέτρα ή φράχτης με κλαριά. μέσα βάζανε τα γιδοπρόβατα.
(10) αβανιά = συκοφαντία, διαβολή.
(11) ογράτισα = βρήκα τον μπελά μου άδικα.
(12) τσιγκλάω = προκαλώ, ερεθίζω.
(13) ακούτραφα = σβέρκο.
(14) Καστανιά = Κερπινιώτικη τοποθεσία.
(15) πετσώνω = έχει την έννοια του δέρνω, χτυπάω, τρω ξύλο. αλλού σημαίνει τρω καλά, χορταίνω.



Share/Bookmark

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Αρτοζήνος το μυθικό βουνό




Δημοφιλείς αναρτήσεις

Επικοινωνία