Διαδρομή προς το χωριό Σέρβου - Slideshow          ΧΔ

Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2011

on 1 Σχόλιο

Ο τρύγος

Αναδημοσίευση
Πηγή: Ιστοσελίδα servou.gr

Το αμπέλι και το κρασί αποτελεί μέρος της πανάρχαιης ιστορικής και πολιτιστικής ελληνικής κληρονομιάς. Είναι βέβαιο πως ο άνθρωπος χρησιμοποιούσε για τη διατροφή του τα σταφύλια, από την εποχή του ορείχαλκου. Μετά τον κατακλυσμό, ο Νώε -λέει η Παλαιά Διαθήκη-, φύτεψε αμπέλι.    Στην Ομηρική εποχή η αμπελουργία ήταν πολύ ανεπτυγμένη, και ο Οδυσσέας χρησιμοποίησε το ξακουστό κρασί της Θράκης, για να μεθύσει τον Πολύφημο. Πολλές χώρες υποστηρίζουν πως αυτές ήταν η πρώτη Πατρίδα του αμπελιού και όλες σχεδόν απέδιδαν την ανακάλυψη και καλλιέργειά του σε κάποια Θεότητα. Οι Έλληνες είχαμε το Διόνυσο, οι πρώτοι Ιταλοί τον Κρόνο και αργότερα οι Ρωμαίοι το Βάκχο. Μεγάλοι ποιητές, γλύπτες, χριστιανοί υμνογράφοι και λαϊκοί καλλιτέχνες, τραγούδησαν, ζωγράφισαν και σκάλισαν το ωραίο φυτό από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, ιδιαίτερα στην Ελλάδα.
Τα αμπέλια στο χωριό
Στο χωριό μας η ιστορία του αμπελιού χάνεται στο παρελθόν, γιατί δεν υπάρχει σχετική μαρτυρία για το πότε ακριβώς άρχισε η καλλιέργειά του. Τα αμπέλια μας ήσαν διάσπαρτα σε διάφορες περιοχές όπως, στο Κοκκινάλωνο, στο Τριαναλώνι, στου Μπουλούτσου, στην Κρίκιζα, στη Ρέμπιζα στου Ραχιμουζιάκου και στην Κάπελη και Ηθι. Η καλλιέργειά τους ξεκινούσε με το κλάδεμα που γινόταν συνήθως γύρω στα Χριστούγεννα ή λίγο αργότερα και ακολουθούσε το σκάψιμο (κουτρούλια γύρω από τη ρίζα του φυτού). Το Μάρτιο γινόταν το ράντισμα -με γαλαζόπτερα και λίγο διαλυμένο χορίδι (ασβέστη)- και Μάιο το τ(θ)ειάφισμα και το κορφολόγημα. Ακολουθούσε ο τρύγος που γινόταν μετά τις 20-25 Σεπτεμβρίου, ανάλογα με τον καιρό. ΄΄ΘΕΡΟΣ–ΤΡΥΓΟΣ-ΠΟΛΕΜΟΣ΄΄, έλεγαν οι παππούδες μας. Οι τρεις αυτές λέξεις μας δίνουν να καταλάβουμε ότι ο τρύγος ήταν η πιο σοβαρή και κουραστική φάση της αμπελοκαλλιέργειας.
Ο Τρύγος
Μπαίνοντας ο Σεπτέμβριος σε όλα τα σπίτια άρχιζαν οι προετοιμασίες. Πλέναμε τα βαρέλια (βαγιένια) και τα γεμίζαμε με νερό για να «ροκόσουν» δηλ. να διασταλούν οι ξύλινες δόγες με την απορρόφηση νερού ώστε να γίνουν αεροστεγή. Ετοιμάζαμε τα ασκιά (ήσαν δέρματα από μεγάλα ζώα όπως γίδες ή τραγιά, είχαν υποστεί επεξεργασία με κούρεμα, αλάτισμα και ράψιμο στο ένα μέρος ώστε να πάρουν το σχήμα σάκου-ασκού) και αγοράζαμε καινούργια καλάθια ή κοφίνες, από πλανόδιους τσιγγάνους, εάν είχαν χαλάσει τα παλιά.
Τη μέρα του τρύγου, όλα τα μέλη της οικογένειας στο πόδι. Οι μεγάλοι έκοβαν τα σταφύλια με φαλτσέτες, τα έβαζαν στα καλάθια και από κει στις κοφίνες, που τις μεταφέραμε στον ώμο για πάτημα των σταφυλιών στο ληνό. Ο ληνός ήταν ένας πέτρινος κτιστός χώρος, ορθογωνίου συνήθως σχήματος που στη βάση του υπήρχε έξοδος αυλακωτή με πέτρινη κορύτα ώστε να τρέχει ο μούστος στο λεβέτι. Ο ληνός ήταν το πατητήρι, όπου οι παππούδες και τα παιδιά πατούσαμε τα σταφύλια (πάνω σε οιονεί σχάρα από σπάρτα) και βγάζαμε το χυμό των σταφυλιών το μούστο.
Τα σταφύλια ήσαν μαύρα και άσπρα όπως οι ασπρούδες, τα κρασούδια, οι βολίτσες, τα σκυλοπινίχτρια (τα κρατούσαμε μαζί με τα ροζακιά για επιτραπέζια κρεμασμένα σε κλαδιά σπάρτων μέχρι τα Χριστούγεννα), τα ροζακιά, τα μοσχάτα, τα φιλέρια, τα αητονύχια κ.α.
Ο μούστος που μοσχοβολούσε προσέλκυε και τις σφήκες, που ήταν αδύνατον να πατάς σταφύλια και να μην σε τσιμπήσουν, οπότε σαν αντίδοτο χρησιμοποιούσαμε το «σιδέρωμα» με το μαχαίρι. Από το ληνό γεμίζαμε τα ασκιά με μούστο και με τα μουλάρια και γαϊδούρια τον μεταφέραμε στο χωριό και γεμίζαμε τα βαγένια.
Τα τσίπουρα και ο μούστος
Τα τσίπουρα (τα τσαμπιά και οι φλούδες των σταφυλιών) τα μεταφέραμε με τις τσιμπουριές (πεπαλαιωμένα ασκιά) και τα τοποθετούσαμε στις βούτες (όρθια, παλιά συνήθως βαγιένια, και ανοιχτά από την πάνω βάση τους) για να ζυμωθούν. Εάν θέλαμε το κρασί να γίνει κόκκινο αφήναμε το μούστο μαζί με τα τσίπουρα για 1-2 ημέρες, άλλως το κρασί γινόταν άσπρο. Ο μούστος έμενε στο βαγένι για 5-6 ημέρες οπότε είχε αρχίσει το βράσιμο (ζύμωση για μετατροπή του σακχάρου σε αλκοόλ), όπως λέγαμε και ακολουθούσε το «άρμεγμα» δηλ. γινόταν μεταφορά του μούστου μετά από σούρωμα σε λεβέτια. Ξαναπλέναμε τα βαγένια από τη λάσπη που είχε συσσωρευτεί με την έναρξη της πενθήμερης ζύμωσης και τα ξαναγεμίζαμε με τον σουρωμένο και απαλλαγμένο από τυχόν σκουπίδια μούστο. Μετρούσαμε την περιεκτικότητα του σακχάρου με ειδικό όργανο το γράδο. Εάν η χρονιά ήταν καλή με ζεστό καιρό και χωρίς βροχές μετά της Παναγίας, τα κρασιά είχαν πάνω από 12 βαθμούς, πού ήταν η βάση για ένα καλό κρασί.
Το κρασί
Το κρασί έβραζε για 30-40 περίπου ημέρες, οπότε κλείναμε την επάνω τρύπα του βαγενιού με την «οκνίτσα» (ξύλινη τάπα) και τη σφραγίζαμε με λειωμένο ρετσίνι.
Εκείνα τα χρόνια οι αμπελουργοί δεν ήξεραν το Χημικό, και για να μην ξινίσει το κρασί πριν να σφραγίσουν το βαγένι έριχναν ρετσίνι (3,5 οκάδες στο βαγένι αν θυμάμαι καλά) που έδινε και άρωμα στο κρασί. Τα γιοματάρια τ΄ανοίγαμε συνήθως τ΄Αγιοδημητριού. Φημισμένα για την ποιότητά τους κρασιά, από ότι άκουγα, ήσαν του Νικόλα Βέργου (Μάρκου) του Μπορόγιαννη, του Παπανικολάου, του Βασίλη Αναστασόπουλου και του Γέρο-Σιώκου του Δημόπουλου, που διέθετε και το ξακουστό «τάσι» (ειδικό μεταλλικό ποτήρι, σύνεργο της κρασοκατάνυξης). Το κρασί το μετρούσαν με τις μπότσες. Κάθε μπότσα είχε δύο οκάδες.
Οι πατεράδες μας πίστευαν, όπως συνιστούν και οι καρδιολόγοι σήμερα, ότι το κρασί «στυλώνει» τον άνθρωπο, τον κάνει γερό, δυνατό και δραστήριο φτάνει να μη γίνεται κατάχρηση. Όλα τα σπίτια σχεδόν είχαν το κρασάκι τους. Οι άνδρες -πασάδες- έπιναν και κάνα ποτηράκι στα μαγαζιά της εποχής, όπως στα τσαγκαράδικα του Χρήστου του Παπαγεωργίου, του Θ. Τρουπή (Αλούπη) του Σγούλια και του Τσαγκαράκου (Μήτσιου Κερπεσιώτη). Οι μαγαζάτορες όταν τους τελείωνε το κρασί πηγαίνανε και φέρνανε πάντα σε ασκιά κόκκινα κρασιά πέρα από τον Αλφειό, από του Ζάχα και τη Μούντριζα.
Το κρασί ύμνησαν και τραγούδησαν πολλοί μεγάλοι αρχαίοι και νέοι ποιητές. Ο Ανακρέων το ονόμαζε «παυσίλυπον» δηλ. έπαυε ή μαλάκωνε τον πόνο ο δε Προφητάναξ Δαυίδ είπε «και οίνος ευφραίνει καρδία ανθρώπου». Ο Xριστός δε, ευλόγησε τον σίτον, τον οίνον και το έλαιον; Αστείρευτη πηγή ύμνων είναι και η δημοτική μας ποίηση.
Η μουσταλευριά, η ρακή και το ξίδι.
Με το μούστο, πριν να αρχίσει η ζύμωση, οι μανάδες μας έφτιαχναν τη μουσταλευριά, τα σουτζούκια (ψίχα καρυδιών περασμένη σε κλωστή και βουτηγμένη στη μουσταλευριά), το πετιμέζι και τα μουστοκούλουρα (προφαντό που το φυλάγαμε για το χειμώνα). Τα τσίπουρα ήταν η πρώτη ύλη που βγάζαμε με απόσταξη τη ρακή. Τα καζάνια (ειδικοί άμβυκες απόσταξης) ήταν δηλωμένα στην Εφορία και χωρίς άδεια απαγορευόταν το καζάνιασμα. Γι΄αυτό περιμέναμε να πέσουν τα πρώτα χιόνια να βγάλουμε τη ρακή, ώστε να μην είναι δυνατόν να έρθουν οι χωροφύλακες από τα Λαγκάδια και υποστούμε τις συνέπειες τις παρανομίας. Τα τελευταία χρόνια επιτρέπεται η απόσταση με ειδικές 24ωρες άδειες από την Εφορία. Υπήρχαν δύο ρακοκάζανα στο χωριό, το ένα ήταν του Θύμιου του Δημητρόπουλου και το άλλο νομίζω της εκκλησίας
Υπο-προϊόν του κρασιού είναι και το ξύδι, που μοσχοβόλαγε. Το ξύδι το χρησιμοποιούσαμε και για γιατρικό όπως για κομπρέσες στο μέτωπο για να πέφτει ο πυρετός και ως αντισηπτικό που το θυμάμαι όταν ξυπόλητος έκοψα τη φτέρνα μου με ένα γυαλί και η μάνα μου με πήγε στη γριά Αριστείδενα τη Βέργαινα που μου το έπλυνε με βραστό ξίδι (βάρβαρο!!).
Η τύχη των αμπελιών
Χρόνο με το χρόνο, από το 1970 περίπου και μετά, ένα-ένα ΄΄αμπελάκι-όαση΄΄ όσο μεγάλωναν οι γονείς μας εγκαταλειπόταν. Έτσι ο τόπος αγρίεψε -όπως λέμε- με σπάρτα και βάτα και σήμερα δεν περνάει ούτε φίδι.

Θ. Γ. Τρουπής



Share/Bookmark

1 σχόλιο :

Αρτοζήνος το μυθικό βουνό




Δημοφιλείς αναρτήσεις

Επικοινωνία