του Θ. Κ. Τρουπή
Τον γνώρισα, όταν αποφυλακίστηκε. Έπαιζε καλό σκάκι και ήθελα να με μάθει κι εμένα μερικά από τα τερτίπια του.
Κάποια ημέρα τον πέτυχα, τυχαία, στο καφενείο. Δεν έβγαινε ταχτικά στα καφενεία και στις πλατείες. Φοβότανε τους συγγενείς του θύματος του. Κι όταν έβγαινε, καθότανε πάντα με τις πλάτες στον τοίχο και το αυτόματο πιστόλι στο ζωνάρι κρυμμένο.
Τον κάλεσα στο σπίτι για σκάκι και για φαγητό. Δεν είχε μάθει καλά τι άνθρωπος είμαι και είχε, στην αρχή, τις επιφυλάξεις του. Σαν έμαθε, από τους δικούς του ανθρώπους, τι άνθρωπος είμαι, δηλαδή πως δεν κινδυνεύει η ζωή του από μένα, ερχότανε και παίζαμε σκάκι στο σπίτι μου κι ένιωθε απόλυτη σιγουριά κοντά μου.
Πολλές βραδιές ερχότανε, χωρίς να με προϊδεάσει. Πάντα με τα χέρια γεμάτα. Ή με ψάρια, ή με χέλια ή με αγριοπούλια. Αν και δεν έβλεπε καλά, ήταν καλός κυνηγός.
Κάποιο βράδυ, αφού χορτάσαμε σκάκι και τάβλι, πιάσαμε την κουβέντα γύρο από την πολιτική κι από την πολιτική στο... φόνο, που είχε κάνει και που φυλακίστηκε για έξι χρόνια... Κι άρχισε:
— Αχ!.. αχ... αχ... Ήτανε μαύρη ώρα! Τη μαύρη ώρα κανένας δεν την ξέρει. Δεν είναι δική του, άλλοι του την καθορίζουνε. Έτσι έγινε και πέσαμε στον εμφύλιο και χάσανε μανούλες τα παιδιά τους και τα κλαίνε ακόμα. Έτσι έγινε και με μένα. Έκανα το κακό, μετάνοιωσα αμέσως... αλλά αυτό δεν λέει τίποτα, όταν δεν μπορείς με τη μετάνοια να θεραπεύσεις το κακό. Ας είναι. Είμαστε αδερφικοί φίλοι με το μακαρίτη. Μαζί κάναμε την αντίσταση, μαζί τα σαμποτάζ, μαζί στις εξορίες. Κάποιον καιρό μας αφήσανε. Εγώ είχα ένα εξώγαμο. Είχα κάνει δικαστήριο και το είχα αναγνωρίσει. Στην Πάτρα αυτή δουλειά. Πήγα τις είδα και τις δύο —μάνα και κόρη. Δεν με ρώτησαν, αν πεινάω. Δεν είχα δεκάρα στην τσέπη. Βγήκα. Φτάνοντας στα Ψηλαλώνια τον αντάμωσα τυχαία. Πού πας — πού πάω... κάπου καθήσαμε. Κάτι τσιμπήσαμε. Είχε κείνος κάτι φράγκα· πληρώσαμε. Βγήκαμε. Τι θα κάνεις — Τι θα κάνω... Του είπα πως θα 'ρχόμουνα στο χωριό να δουλέψω τα χωράφια μου, να βγάλω ψωμί να φάω. Τα ήξερε και τα χωράφια μου και τα λιβάδια μου. Μου ζήτησε να του νοικιάσω τα λιβάδια μέχρι το Μάρτη. Τα συμφωνήσαμε. Μου έδωσε κάτι φράγκα για καπάρο... Ήμουνα της ανάγκης. Τα κράτησα. Κατέβασε τα πρόβατα στα χτήματα μου και στα λιβάδια μου. Ξεχειμώνιασε καλά. Κάθε ημέρα μαζί. Μοιραζόμαστε τη μπουκιά. Φίλος από τους καλούς, σου λέω!
Πέρασε κι ο Μάρτης και ο μισός Απρίλης και τα πρόβατα του στα χτήματα μου. Εγώ έπρεπε να βάλω να οργώσω τα χωράφια να φυτέψω. Ο καιρός δούλευε σε βάρος μου και υπέρ του. Του μίλησα αδελφικά να φύγει για τα βουνά, σιγά-σιγά, καιρός ήτανε. Μ' έριχνε από ημέρα σε βδομάδα. Τα χοντρύναμε για πρώτη φορά στη φιλία μας. Είχα οργώσει το ένα χωράφι. Άφηνε τα πρόβατα, χωρίς λόγο, μέσα στο όργωμα. Ήτανε ατρόμητος νταής. Καπνίστηκα. Πήγα κοντά του... διώχνοντας τα πρόβατα... Τρέχει και μου ζυγιάζει μία με τη μαγκούρα του κατακέφαλα. Ζαλίστηκα. Σαν συνήρθα κι είδα και τα αίματα, θόλωσα. Έτρεξα στο καλύβι και πήρα το δίκανο. Με βλέπει με τα αίματα η νύφη μου, ξαγριώνεται και μου σκούζει: «Σκότωτόνε!.. γιατί θα σκοτώσει!..». Αυτό ήτανε που πάτησε το σκάνταλο κι όχι το δάκτυλο μου. Η μια φωτιά τον πήρε στα στήθια και η άλλη στις πλάτες. Μπαμ! μπαμ! δηλαδή. Αχ! αχ... αχ...
Πέταξα το δίκανο κι ανέβηκα στο βουνό. Τον φορτώσανε σ' ένα κάρο να τον πάνε σε γιατρό. Έζησε κάνα δυο ώρες. Στο δρόμο ξαιμάτωσε. Πάει... Τους έβλεπα από το βουνό... Κατάλαβα πότε ξεψύχησε. Ήρθε ένα καρφί, ένα λαναρόκαρφο ήρθε και νταφ! καρφώθηκε στην καρδιά μου τη στιγμή που βγήκε η ψυχή του. Έκλαψα! Δεν ήξερα τι άλλο να κάνω. Έκλαιγα ούλη τη νύχτα. Ούλα τα τζιτζίκια κιούλα τα μερμήγκια της Γης είχαν στοιβαχτεί στο καύκαλό μου.
Βγήκανε οι αρχές και με ψάχνανε. Δε με βρίσκανε ποτέ εκεί που είχα τρουπώσει. Δυο νύχτες δεν έκλεισα μάτι διόλου. Την αυγή της τρίτης ημέρας πήγα μοναχός μου και παρουσιάστηκα, δίχως δικηγόρο, στις αρχές. Φυλακίστηκα. Έγινε δίκη. Δικάστηκα δέκα τέσσερα χρόνια. Πήγα στις αγροτικές. Εργαζόμουνα. Έμαθα τη ραφτική. Έμαθα και γεωπονικά. Πιο πολλά γεωπονικά. Εκεί, στη φυλακή, γνωρίστηκα και με καλούς ανθρώπους. Ένας απ' αυτούς, με λυπήθηκε και μου έδωσε την αδελφή του. Τη στεφάνωσα κι άνοιξα σπίτι... Τ' άλλα... τα ξέρεις».
Έκανε ν' αχνογελάσει, μα ένα σύννεφο πίκρας κι ενοχής, πισωγύρισε το αχνόγελο εκείνο.
Έφυγα από το χωριό του και χωρίσαμε.
Κάποια Κυριακή ήρθε στο σπίτι μου ανειδοποίητα... με φορτωμένο το τρακτέρ του με τα δυο του —μεγαλύτερα— παιδιά, μ' ολάκερο αρνί, σφαγμένο, με γιαούρτι, με κρασί, με ψωμί από φρεσκοσίταρο, αφρατοζυμωμένο, μ' ένα τσουβάλι πατάτες και με σταφύλια. Παραξενεύτηκα. Δεν του είπα τίποτα. Τοιμάστηκε πλούσιο τραπέζι. Φώναξα και κοινούς φίλους. Περάσαμε καλά. Είπαμε πολλά τραγούδια του καημού και της αχαριστίας.
Και σαν ανέβασε τα παιδιά στην πλατφόρμα και κάθησε στο τιμόνι, μου έκανε νόημα να πάω κοντά του... Πήγα. Έσβησε τη μηχανή. Έσκυψε στο αφτί μου... και ψιθύρισε.
— Έχω και αδέρφια γκαρδιακά, έχω και ξεναδέρφια. Έχω κι αδερφή... Όταν βγήκα από τη φυλακή, δεν μ' έμπασε κανένας στο σπίτι του... Και βρέθηκες... εσύ... ο... πεντάξενος!
Άναψε τη μηχανή κι άφησε κάπως απότομα το συμπλέκτη... χωρίς να με καληνυχτίσει.
Πέρασαν δυο-τρία χρόνια. Με κάλεσε να υπογράψω μάρτυρας στη διαθήκη του. Υπόγραψα. Χωρίσαμε. Από εκείνο το απόγεμα στο συμβολαιογραφείο δεν τον ξαναείδα.
Μετά από μερικούς μήνες αυτοκτόνησε με κείνο το όπλο, που έσερνε πάντα στο ζωνάρι του. Ας πάει στο καλό. Κι ο Θεός ας τον αναπαύσει. Ήταν κι αυτός ένας από τους καταφρονεμένους του ντουνιά.
Κάποια ημέρα τον πέτυχα, τυχαία, στο καφενείο. Δεν έβγαινε ταχτικά στα καφενεία και στις πλατείες. Φοβότανε τους συγγενείς του θύματος του. Κι όταν έβγαινε, καθότανε πάντα με τις πλάτες στον τοίχο και το αυτόματο πιστόλι στο ζωνάρι κρυμμένο.
Τον κάλεσα στο σπίτι για σκάκι και για φαγητό. Δεν είχε μάθει καλά τι άνθρωπος είμαι και είχε, στην αρχή, τις επιφυλάξεις του. Σαν έμαθε, από τους δικούς του ανθρώπους, τι άνθρωπος είμαι, δηλαδή πως δεν κινδυνεύει η ζωή του από μένα, ερχότανε και παίζαμε σκάκι στο σπίτι μου κι ένιωθε απόλυτη σιγουριά κοντά μου.
Πολλές βραδιές ερχότανε, χωρίς να με προϊδεάσει. Πάντα με τα χέρια γεμάτα. Ή με ψάρια, ή με χέλια ή με αγριοπούλια. Αν και δεν έβλεπε καλά, ήταν καλός κυνηγός.
Κάποιο βράδυ, αφού χορτάσαμε σκάκι και τάβλι, πιάσαμε την κουβέντα γύρο από την πολιτική κι από την πολιτική στο... φόνο, που είχε κάνει και που φυλακίστηκε για έξι χρόνια... Κι άρχισε:
— Αχ!.. αχ... αχ... Ήτανε μαύρη ώρα! Τη μαύρη ώρα κανένας δεν την ξέρει. Δεν είναι δική του, άλλοι του την καθορίζουνε. Έτσι έγινε και πέσαμε στον εμφύλιο και χάσανε μανούλες τα παιδιά τους και τα κλαίνε ακόμα. Έτσι έγινε και με μένα. Έκανα το κακό, μετάνοιωσα αμέσως... αλλά αυτό δεν λέει τίποτα, όταν δεν μπορείς με τη μετάνοια να θεραπεύσεις το κακό. Ας είναι. Είμαστε αδερφικοί φίλοι με το μακαρίτη. Μαζί κάναμε την αντίσταση, μαζί τα σαμποτάζ, μαζί στις εξορίες. Κάποιον καιρό μας αφήσανε. Εγώ είχα ένα εξώγαμο. Είχα κάνει δικαστήριο και το είχα αναγνωρίσει. Στην Πάτρα αυτή δουλειά. Πήγα τις είδα και τις δύο —μάνα και κόρη. Δεν με ρώτησαν, αν πεινάω. Δεν είχα δεκάρα στην τσέπη. Βγήκα. Φτάνοντας στα Ψηλαλώνια τον αντάμωσα τυχαία. Πού πας — πού πάω... κάπου καθήσαμε. Κάτι τσιμπήσαμε. Είχε κείνος κάτι φράγκα· πληρώσαμε. Βγήκαμε. Τι θα κάνεις — Τι θα κάνω... Του είπα πως θα 'ρχόμουνα στο χωριό να δουλέψω τα χωράφια μου, να βγάλω ψωμί να φάω. Τα ήξερε και τα χωράφια μου και τα λιβάδια μου. Μου ζήτησε να του νοικιάσω τα λιβάδια μέχρι το Μάρτη. Τα συμφωνήσαμε. Μου έδωσε κάτι φράγκα για καπάρο... Ήμουνα της ανάγκης. Τα κράτησα. Κατέβασε τα πρόβατα στα χτήματα μου και στα λιβάδια μου. Ξεχειμώνιασε καλά. Κάθε ημέρα μαζί. Μοιραζόμαστε τη μπουκιά. Φίλος από τους καλούς, σου λέω!
Πέρασε κι ο Μάρτης και ο μισός Απρίλης και τα πρόβατα του στα χτήματα μου. Εγώ έπρεπε να βάλω να οργώσω τα χωράφια να φυτέψω. Ο καιρός δούλευε σε βάρος μου και υπέρ του. Του μίλησα αδελφικά να φύγει για τα βουνά, σιγά-σιγά, καιρός ήτανε. Μ' έριχνε από ημέρα σε βδομάδα. Τα χοντρύναμε για πρώτη φορά στη φιλία μας. Είχα οργώσει το ένα χωράφι. Άφηνε τα πρόβατα, χωρίς λόγο, μέσα στο όργωμα. Ήτανε ατρόμητος νταής. Καπνίστηκα. Πήγα κοντά του... διώχνοντας τα πρόβατα... Τρέχει και μου ζυγιάζει μία με τη μαγκούρα του κατακέφαλα. Ζαλίστηκα. Σαν συνήρθα κι είδα και τα αίματα, θόλωσα. Έτρεξα στο καλύβι και πήρα το δίκανο. Με βλέπει με τα αίματα η νύφη μου, ξαγριώνεται και μου σκούζει: «Σκότωτόνε!.. γιατί θα σκοτώσει!..». Αυτό ήτανε που πάτησε το σκάνταλο κι όχι το δάκτυλο μου. Η μια φωτιά τον πήρε στα στήθια και η άλλη στις πλάτες. Μπαμ! μπαμ! δηλαδή. Αχ! αχ... αχ...
Πέταξα το δίκανο κι ανέβηκα στο βουνό. Τον φορτώσανε σ' ένα κάρο να τον πάνε σε γιατρό. Έζησε κάνα δυο ώρες. Στο δρόμο ξαιμάτωσε. Πάει... Τους έβλεπα από το βουνό... Κατάλαβα πότε ξεψύχησε. Ήρθε ένα καρφί, ένα λαναρόκαρφο ήρθε και νταφ! καρφώθηκε στην καρδιά μου τη στιγμή που βγήκε η ψυχή του. Έκλαψα! Δεν ήξερα τι άλλο να κάνω. Έκλαιγα ούλη τη νύχτα. Ούλα τα τζιτζίκια κιούλα τα μερμήγκια της Γης είχαν στοιβαχτεί στο καύκαλό μου.
Βγήκανε οι αρχές και με ψάχνανε. Δε με βρίσκανε ποτέ εκεί που είχα τρουπώσει. Δυο νύχτες δεν έκλεισα μάτι διόλου. Την αυγή της τρίτης ημέρας πήγα μοναχός μου και παρουσιάστηκα, δίχως δικηγόρο, στις αρχές. Φυλακίστηκα. Έγινε δίκη. Δικάστηκα δέκα τέσσερα χρόνια. Πήγα στις αγροτικές. Εργαζόμουνα. Έμαθα τη ραφτική. Έμαθα και γεωπονικά. Πιο πολλά γεωπονικά. Εκεί, στη φυλακή, γνωρίστηκα και με καλούς ανθρώπους. Ένας απ' αυτούς, με λυπήθηκε και μου έδωσε την αδελφή του. Τη στεφάνωσα κι άνοιξα σπίτι... Τ' άλλα... τα ξέρεις».
Έκανε ν' αχνογελάσει, μα ένα σύννεφο πίκρας κι ενοχής, πισωγύρισε το αχνόγελο εκείνο.
Έφυγα από το χωριό του και χωρίσαμε.
Κάποια Κυριακή ήρθε στο σπίτι μου ανειδοποίητα... με φορτωμένο το τρακτέρ του με τα δυο του —μεγαλύτερα— παιδιά, μ' ολάκερο αρνί, σφαγμένο, με γιαούρτι, με κρασί, με ψωμί από φρεσκοσίταρο, αφρατοζυμωμένο, μ' ένα τσουβάλι πατάτες και με σταφύλια. Παραξενεύτηκα. Δεν του είπα τίποτα. Τοιμάστηκε πλούσιο τραπέζι. Φώναξα και κοινούς φίλους. Περάσαμε καλά. Είπαμε πολλά τραγούδια του καημού και της αχαριστίας.
Και σαν ανέβασε τα παιδιά στην πλατφόρμα και κάθησε στο τιμόνι, μου έκανε νόημα να πάω κοντά του... Πήγα. Έσβησε τη μηχανή. Έσκυψε στο αφτί μου... και ψιθύρισε.
— Έχω και αδέρφια γκαρδιακά, έχω και ξεναδέρφια. Έχω κι αδερφή... Όταν βγήκα από τη φυλακή, δεν μ' έμπασε κανένας στο σπίτι του... Και βρέθηκες... εσύ... ο... πεντάξενος!
Άναψε τη μηχανή κι άφησε κάπως απότομα το συμπλέκτη... χωρίς να με καληνυχτίσει.
Πέρασαν δυο-τρία χρόνια. Με κάλεσε να υπογράψω μάρτυρας στη διαθήκη του. Υπόγραψα. Χωρίσαμε. Από εκείνο το απόγεμα στο συμβολαιογραφείο δεν τον ξαναείδα.
Μετά από μερικούς μήνες αυτοκτόνησε με κείνο το όπλο, που έσερνε πάντα στο ζωνάρι του. Ας πάει στο καλό. Κι ο Θεός ας τον αναπαύσει. Ήταν κι αυτός ένας από τους καταφρονεμένους του ντουνιά.
Αριστούργημα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑγαπητέ Βασίλη,
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ για το σχόλιο και την αναδημοσίευση που έκανες στην ιστοσελίδα http://www.opsarion.gr/. Πραγματικά πρόκειται για ένα μικρό αριστούργημα.