Διαδρομή προς το χωριό Σέρβου - Slideshow          ΧΔ

Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2014

on 1 Σχόλιο

Τα μπουλούκια των μαστόρων

Γράφει ο Θωμάς Σίδερης
Η καθημερινή ζωή των μαστόρων ήταν ιδιαίτερα δύσκολη.
Ο ανώνυμος λαϊκός ποιητής γράφει γι’ αυτούς:

«Της μαστοριάς τα βάσανα, της ξενιτιάς τα πάθη
τα είδε ο ήλιος κι έσβησε και το φεγγάρι εχάθη.
Τ’ ακούσανε κ’ οι θάλασσες και φούσκωσαν το κύμα:
Στην ξενιτιά, στη μαστοριά, εισ’ ο μισός στο μνήμα.

Τα φασόλια, οι ρέγκες, οι φακές, τα κρεμμύδια, οι ελιές και το τυρί ήταν τα συνηθισμένα φαγητά τους. Το μαγείρεμα αναλάμβανε τις περισσότερες φορές ένα μαστορόπουλο ή κάποιος από τους τεχνίτες που εκτελούσε χρέη οικονόμου-επιμελητή. Το πλύσιμο των πιάτων, τα ψώνια, την καθαριότητα και γενικά όλες τις δευτερεύουσες εργασίες τις έκαναν τα μαστορόπουλα. Αρκετές φορές όμως οι νοικοκυρές τους πήγαιναν φρεσκομαγειρεμένο φαγητό και μικρές νταμιτζάνες  με κρασί. Ο παλιός χτίστης Βαγγέλης Γιαννακόπουλος, από τα Λαγκάδια Αρκαδίας, πρωτοπήγε στη μαστοριά το 1926 και παρέμεινε στο επάγγελμα σαράντα ολόκληρα χρόνια. Στο φύλλο της 6ης Μαρτίου 1973 της τοπικής εφημερίδας Νέα Γορτυνία ανέφερε με γλαφυρό τρόπο τα βάσανα του επαγγέλματος:
«Ο χειμώνας ήταν δύσκολος. Πότε όξω με τα ζα, βρέχοντας και χιονίζοντας, με τους πάγους να σκάνε τα χέρια από τα κρύα, τις πέτρες και τις παγωμένες λάσπες, το βράδυ στο βουνό να μας θερίζουν οι αέρηδες, οι μπόρες και τα χαλάζια, και την αυγή πριν λαλήσει ο κόκορας να γυρίζουμε με τα ξεροβόρια στη δουλειά. Ήτανε σκληρός και πικρός ο χειμώνας.»

Οι τεχνίτες έχουν να διηγούνται όμως και εύθυμες ιστορίες από την επαγγελματική τους ζωή.
Μια φορά λοιπόν ένας Λαγκαδινός χτίστης βιαζόταν να πάει στο χωριό του για να προλάβει την περιφορά του Επιταφίου. Επειδή όμως έβλεπε ότι το γαϊδούρι του ήταν αργό και κινδύνευε να μην προφτάσει την τελετή, σκέφτηκε ότι είχε μαζί του νέφτι. Έβαλε λοιπόν λίγο στον πισινό του γαϊδάρου για να τον αναγκάσει να φτάσει στα Λαγκάδια το συντομότερο δυνατόν. Όντως, ο γάιδαρος, μετά την εφαρμογή του φαρμάκου έγινε σίφουνας. Ο ιδιοκτήτης του όμως έπεσε κάτω από το τρεχαλητό και δεν πρόλαβε να τον φτάσει για να ξανανέβει. Τότε, εφάρμοσε  τη θεραπεία και στον εαυτό του, προκειμένου να επιταχύνει και το δικό του βήμα. Εν ριπή οφθαλμού έφτασαν και οι δύο στα Λαγκάδια. Στο μεν γάιδαρο, όταν έφτασε στο σπίτι, η επίδραση του φαρμάκου είχε τελειώσει. Στον αναβάτη του  όμως εξακολουθούσε να ενεργεί, αφού λόγω των ρούχων που φορούσε, δεν πρόλαβε το φάρμακο να εξατμιστεί. Όταν λοιπόν έφτασε στο σπίτι του ο χτίστης, φώναξε στη γυναίκα του. «Γυναίκα, πάρε το γάιδαρό μας και πότισέ τον, γιατί εγώ έχω πολύ δρόμο να κάνω ακόμα.»

Τα μαστορόπουλα
Στη βάση της ιεραρχικής πυραμίδας των μαστόρικων μπουλουκιών βρίσκονταν τα μαστορόπουλα. Πρόκειται για παιδιά που ακολουθούσαν τις κομπανίες με σκοπό να μάθουν το επάγγελμα του χτίστη. Ήταν συνήθως παιδιά, ανίψια, γενικά συγγενείς ή συμπατριώτες των μαστόρων. Αλλά και από ξένα χωριά έρχονταν μαθητευόμενοι στα μπουλούκια.
Ο Θεόδωρος Βελέτζας[1] από το Πολύδροσο Παρνασσού δεν είχε συμπληρώσει καλά καλά τα δεκαπέντε του χρόνια όταν πρωτοδούλεψε σαν μαστορόπουλο.
Η μαρτυρία ενός μαστορόπουλου από τον Πολύδροσο Παρνασσού
«Τότε που ξεκίνησα εγώ ήμουν σχεδόν δεκαπέντε ετών. Δουλεύαμε έντεκα με δώδεκα ώρες την ημέρα.  Το μεροκάματό  μας ήταν επτά οκάδες σιτάρι. Ο τόπος ήταν φτωχός, αλλά στο χωριό μας υπήρχαν όλα τα επαγγέλματα. Βλέπετε, μετά τον πόλεμο, οι άνθρωποι από τα συντρίμμια προσπαθούσαν να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους. Στο χωριό μας, τον Πολύδροσο, υπήρχαν πολλοί χτίστες. Χτίζανε την πέτρα ακόμα και χωρίς λάσπη. Ο τοίχος δεν έπεφτε με τίποτα. Ήτανε μεγάλοι μάστορες.  Ξέρανε και δένανε τους τοίχους.  Την τέχνη τη μάθανε από τους παππούδες τους, από παλιά. Υπήρχε παράδοση στον τόπο. Εγώ ήμουνα σ’ ένα συνεργείο, του Πλατή. Αρχιμάστορας αυτός, που έβαλε και τα παιδιά του μετά στη δουλειά. Ήταν πολύ δυνατός μάστορας. Μαζί του είχε και τρία ζευγάρια, έξι ανθρώπους συνολικά. Τους έπαιρνε σε ζευγάρια, γιατί όταν έχτιζαν τον τοίχο,  ο ένας βρισκόταν από μέσα και ο άλλος έξω απ’ αυτόν.  Οι μαστόροι έπρεπε να είναι πολύ δυνατοί και καλοί για να μπορούν να δένουν την πέτρα. Τότε, δεν υπήρχαν και τα τσιμέντα, κι αν δεν γινόταν κατ’ αυτόν τον τρόπο ο τοίχος, θα έπεφτε. Να καταλάβετε,  φτιάχνανε τις αποθήκες με λάσπη.  Φτιάχνανε πλίθες με λάσπη, με χώμα, και χτίζανε. Τη χτίζανε τόσο καλά, που δεν έπεφτε.
 Τα θεμέλια τα ανοίγαμε με κασμάδια. Είχαμε δυο τρεις μαστόρους που πελεκούσανε τα αγκωνάρια. Αυτοί ήταν οι πελεκάνοι. Χρησιμοποιούσαν τη χτένα, το σφυρί και τα βελόνια. Τα εργαλεία αυτά που σας αναφέρω, τα φτιάχναμε στο χωριό. Είχαμε χαλκιάδες που ασχολούνταν μ’ αυτά. Οι πελεκάνοι, λοιπόν, ετοιμάζανε τα αγκωνάρια για να αρχίσει η οικοδομή. Αφού ανοίγαμε τα θεμέλια, βάζαμε τέσσερα αγκωνάρια, ένα σε κάθε κορυφή. Τότε το αφεντικό έσφαζε ένα κόκορα και ρίχναμε στα θεμέλια αίμα.  Ερχόταν και ο παπάς και έψελνε. Θυμάμαι, έριχνε αγιασμό σε κάθε αγκωνάρι. Μετά αρχινούσε η οικοδομή. 
Πρώτα σηκώνανε τα αγκωνάρια ένα μέτρο, και μετά πιάνανε τα ράμματα γύρω γύρω. Τα ζευγάρια αρχινάγανε και ρίχνανε την πέτρα. Οι πελεκάνοι συνέχιζαν βέβαια και φτιάχνανε τις πέτρες. Όταν έβλεπε ο μάστορας καμία ανάποδη, εκεί πάνω στις σκαλωσιές που ήταν, την ίσιαζε με το καλέμι και μετά τη στέριωνε. Τις πέτρες τις κουβαλούσαν οι βοηθοί χέρι χέρι μέχρι πάνω στις σκαλωσιές.
Οι πιο γνωστοί μάστορες του χωριού ήταν οι Μαστροκωσταίοι, θα ‘τανε οκτώ με δέκα αδέλφια.  Ήτανε ο αρχιμάστορας ο Πλατής. Ήτανε ακόμα οι Δεληγιανναίοι, οι Τζιβαραίοι. Ήταν κι ο Λιάπης από την απάνω Αγόριαννη, που όμως είχε παντρευτεί στον Πολύδροσο. Στο Πολύδροσο είχαμε πάνω από εκατό μαστόρους. Οι αρχιμάστορες  του χωριού έφτιαχναν κομπανίες με έξι, οκτώ ή δέκα τεχνίτες και όργωναν όλη τη Στερεά Ελλάδα. Ταξίδευαν σχεδόν πάντα με τα πόδια. Τα ζώα κουβαλούσαν τα εργαλεία, το νερό και τα τρόφιμα.         Στον Ορχομενό που εργαζόμουν εγώ, το σιτάρι το φέρναμε με  κάρο, με σούστα.  Οι κομπανίες έμεναν μακριά από το χωριό μέχρι το φθινόπωρο. Αν τύχαινε να εργάζονται σε κοντινά μέρη, επέστρεφαν πίσω τα Σαββατοκύριακα για να πλυθούν και να ξαποστάσουν μια στάλα. Στην κομπανία που ήμουνα, υπήρχαν έξι μάστορες, δύο πελεκάνοι και τρία μαστορόπουλα. Οι δουλειές που κάναμε ήταν βοηθητικές. Ο μεγαλύτερος έφτιαχνε τη λάσπη με ασβέστη και άμμο.  Εγώ και ένας ακόμα κουβαλούσαμε τη λάσπη στους χτίστες.
Θυμάμαι μια φορά ήταν ένα ζευγάρι χτιστών που δεν δούλευαν καλά. Βάζανε πολύ λάσπη και δεν γέμιζαν τα κενά με μικρότερες πέτρες. Τη λάσπη τη φτιάχναμε με ασβέστη και άμμο. Τίποτ’ άλλο. Ο τοίχος που έφτιαχναν λοιπόν αυτοί οι δύο, δεν γινόταν καλός, ήταν ετοιμόρροπος. Όταν τους πήρε είδηση ο αρχιμάστορας, παρατάει τη δουλειά του και πηγαίνει προς το μέρος τους. Κοντοστέκεται, ανάβει το τσιμπούκι του και τους κοιτάει. Αυτοί δεν τον είχανε πάρει χαμπάρι και συνέχιζαν να μας φωνάζουν να φέρνουμε κι άλλη κι άλλη λάσπη. Μας είχαν τρελάνει. Τότε, τους πλησιάζει και βάζει το χέρι του στον τοίχο. Τι τοίχος δηλαδή, λίγες πέτρες κι όλος ο υπόλοιπος λάσπη. Με τη χούφτα του αρπάζει λίγη λάσπη και τους την πετάει στο πρόσωπο, πρώτα στον ένα και μετά στον άλλο. Οι χτίστες φοβήθηκαν  και το’ βαλαν στα πόδια.
Η ζωή των μαστόρων ήταν πολύ δύσκολη. Ποτέ δεν δοκιμάσαμε γλυκό, ποτέ δεν φάγαμε πρωινό. Τότε υπήρχε η μπομπότα. Μπορούσες να τη βάλεις στο νερό για δέκα ώρες και να μη φουσκώσει καθόλου. Η μπομπότα τρωγότανε, όταν ήταν λίγο ζεστή. Μετά, τίποτα. Τότε, τη μπομπότα τη φτιάχναμε στη φωτιά. Παίρναμε τη στάχτη και τη ρίχναμε πάνω από το καρβέλι κι αποπάνω ρίχναμε τη θρακόβολη για να ψηθεί. Συχνά, τρώγαμε χόρτα. Ο αρχιμάστορας έστελνε εμάς τα μαστορόπουλα να τα μαζέψουμε. Τα βράζαμε και  βάζαμε λίγο λάδι. Το λάδι που είχαμε ήταν ελάχιστο. Το μετρούσαμε με το κουτάλι». 
Η σκληρή ζωή των μαστορόπουλων
Στα μαστοροχώρια της Ηπείρου και της Πελοποννήσου, τα παιδιά, από πολύ μικρή ηλικία, συνειδητοποιούσαν ότι η μόνη διέξοδος από τη φτώχια ήταν η δουλειά κοντά στους χτίστες, η αγιαδουλειά, όπως έλεγαν τη μαστοριά οι Λαγκαδινοί. Ένα τέτοιο παιδί ήταν και ο Αντρίκος Νικήτας[2], ορφανός από πατέρα, με μάνα και έναν αδελφό. Ο Αντρίκος, σε ηλικία εννέα ετών, αποφάσισε να γίνει μαστορόπουλο. Παρά τις αρχικές αντιρρήσεις της μάνας του, εκείνη τελικά τον εμπιστεύτηκε σε κάποιον πρωτομάστορα, τον Πανάγο. Μετά από λίγο καιρό ο Αντρίκος έστειλε την πρώτη του επιταγή και ανακούφισε κάπως τη μάνα του και τον αδελφό του από τη φτώχια. Στο πρώτο ταξίδι του κατόρθωσε με τις οικονομίες του να αγοράσει ένα μικρό γάιδαρο και έτσι έπαιρνε ολόκληρο μερτικό (μισό αυτός και μισό για το γαϊδούρι του). Στο δεύτερο ταξίδι, είχε γίνει πια δέκα ετών, μπόρεσε και ξεχρέωσε το υποθηκευμένο χωράφι της οικογένειας. Παρότι ήταν μικρός ο Αντρίκος, γι’ αυτό τον έλεγαν Σβόμπιρα, κατόρθωσε τελικά να γίνει ο προστάτης της οικογένειας. Η σκληρή όμως βιοπάλη υπέσκαψε την υγεία του Σβόμπιρα και δεν άργησε να έρθει το τέλος. Πέθανε στο νοσοκομείο «Σωτηρία» σε πολύ νεαρή ηλικία.  Για τον Αντρίκο Νικήτα έγραψε ο Ηλίας Γιαννικόπουλος[3], από τα Λαγκάδια, ένα μικρό ποίημα.
Τα ματωμένα μην τηράτε πόδια
τα ροζιασμένα χέρια,
το κούτελό μου με του πόνου τις ρυτίδες,
της πρώτης αντρειάς μου τις αχτίδες
την καρδιά μου νιώστε
και της θέλησης τους ήλιους μην αρνιόστε
που της φτιώχειας ξεσχίζουν τα σκοτάδια.

Τα μαστορόπουλα ήταν υποχρεωμένα να εκτελούν κάθε εργασία που δεν απαιτούσε ειδικές τεχνικές γνώσεις. Επίσης ασχολούνταν και με διάφορα θελήματα, με το πλύσιμο ή το μαγείρεμα. Δούλευαν σκληρά και ξεκουράζονταν σπάνια. Έτρωγαν λίγο και υπέμεναν κάθε είδους προσβολές και ταπεινώσεις. Άπλυτα, γεμάτα ψείρες, πεινασμένα και τσακισμένα από την κούραση, προσπαθούσαν να επιβιώσουν μακριά από την οικογενειακή εστία.
Ξεκινούσαν για δουλειά «μόλις λάληγε ο κόκορης», προτού δηλαδή ξυπνήσουν οι χτίστες και πιάσουν δουλειά. Με την ανατολή του ηλίου, τα μαστορόπουλα έπρεπε να βρίσκονται στον τόπο της οικοδομής με τα ζώα φορτωμένα πέτρες, άμμο και νερό. Οι τεχνίτες ζητούσαν από τα μαστορόπουλα οικοδομική ύλη, ζιόμπολα (μικρές πέτρες) και λάσπη, και πάντα τους φώναζαν ότι αργοπορούν, ότι δε δουλεύουν ή ότι παίζουν. Συχνά, τους απειλούσαν ότι δεν θα τους δώσουν ολόκληρο το μερτικό τους. Τις Κυριακές ή τις αργίες που το μπουλούκι δεν εργαζόταν, τα μαστορόπουλα απασχολούνταν μόνο με τα ζώα. Όταν είχε κακοκαιρία, τα ζώα δεν τα άφηναν στο ύπαιθρο, αλλά τα έκλειναν στο κατώι, όπου τα τάιζαν σανό. Κάτι τέτοιες στιγμές έβρισκαν και τα μαστορόπουλα μια μικρή ευκαιρία για ξεκούραση. Μα και τότε όμως οι χτίστες τα πείραζαν.
Ο θεός βρέχει
ο μισθός τρέχει
το καζάνι βράζει
το μαστορόπουλο
τι το νοιάζει;

Τα μαστορόπουλα φυλούσαν τα ζώα όλη νύχτα. Όταν το μπουλούκι δούλευε σε ορεινά μέρη, για να προφυλάσσονται από την παγωνιά, έπαιρναν ένα σάισμα ραμμένο σε τρεις πλευρές και χώνονταν μέσα για να μην κρυώνουν. Τα μεσημέρια οδηγούσαν τα ζώα σε κάποια κοντινή βρύση για πότισμα. Κάποτε λοιπόν συνόδεψε τα ζώα και ο Λώλος, ένα Λαγκαδινό μαστορόπουλο. Από εκείνη τη στιγμή όμως και έπειτα, όταν γινόταν κάθε φορά λόγος για το «ποιος θα ποτίσει τα ζα», η απάντηση ερχόταν από όλα τα μαστορόπουλα κοφτή: «Ο Λώλος ξέρει τη βρύση». Έβρισαν έτσι πρόφαση ότι δεν ήξεραν καλά το δρόμο για τη βρύση και μιας και τον ήξερε ο Λώλος, αυτός έπρεπε να πηγαίνει τα ζώα για πότισμα. Αλλά ο Λώλος δεν ήταν τόσο κουτός όσο τον νόμιζαν. Μια μέρα, αφού πότισε τα ζώα, δεν επέστρεψε στο μπουλούκι, αλλά κάθισε κατάχαμα στη βρύση και έβαλε τις φωνές και τα κλάματα. Μόλις οι μαστόροι και τα άλλα μαστορόπουλα άκουσαν τις φωνές του, έτρεξαν στη βρύση για να δουν τι συμβαίνει. Μόλις έφτασαν εκεί, τον ρώτησαν τι έπαθε. Εκείνος τότε, δείχνοντάς τους τη βρύση, τους απάντησε: «Να η βρύση που δεν ξέρατε»!
Το ποίημα του Γιώργου Κοτζιούλα, «το μαστορόπουλο», περιγράφει με γλαφυρό τρόπο τη βίαιη αποκοπή του παιδιού από τη φροντίδα και τη θαλπωρή του σπιτιού.

Τον πήραν τον Κολιό
τον πήραν οι μαστόροι
παιδί από το σκολειό
να μάθει πηλοφόρι.

Καρδιά πονετική
τον ξέβγαλε με κλάμα:
«Τετράδη Κυριακή,
θα καρτερώ για γράμμα».

Δε σώνει άλλο να ιδεί,
παιδεύεται το μάτι:
κρατούσε ένα ραβδί,
το στρώμα του στην πλάτη.

Μας έφυγε ο Κολιός
κι είχε μια τέτοια λύπη!
θα ’ναι όλοι δω τ’ Άη-Λιος
και μόνο αυτός θα λείπει.

Σ’ ένα χωριό της Αργολίδας[4], όπου οι μαστόροι έχτιζαν ένα σπίτι, έτυχε να πεθάνει, κατά τη διάρκεια εκτέλεσης του έργου, ο ιδιοκτήτης του σπιτιού. Απαρηγόρητη η χήρα του έλεγε και ξανάλεγε: «Θεέ μου, γιατί πήρες τον άνδρα μου και δεν έπαιρνες κανένα ματσιονάκι (μαστορόπουλο)!». Στην Ήπειρο[5] πάλι, σε ένα χωριό στο οποίο δούλευε ένα μπουλούκι μαστόρων, η κόρη πληροφορεί τη μάνα ότι από τον κουβά ήπιε νερό και το γομάρι. Εκείνη της απαντάει ότι δεν πειράζει, το νερό είναι καθαρό για τους ανθρώπους. Όταν όμως της λέει ότι από τον κουβά ήπιε νερό και ένα μαστορόπουλο, προστάζει την κόρη της: «χύστο γρήγορα!».
Ο τρόπος με τον οποίο προσλαμβάνονταν τα μαστορόπουλα, ονομαζόταν ρόγιασμα[6]. Το ρόγιασμα ήταν η σύμβαση με την οποία οι υπηρεσίες του ανήλικου παιδιού εκμισθώνονταν από τον πατέρα, τη χήρα μάνα ή άλλον κηδεμόνα του σε κάποιον μάστορα, με αντάλλαγμα την εκμάθηση της τέχνης και κάποια μικρή αμοιβή.  Στη Γορτυνία, ο μάστορας ήταν υποχρεωμένος επίσης να αγοράσει για τον ψυχογιό ένα κοστούμι ντρίλινο και ένα ζευγάρι αρβανίτικα τσαρούχια. Το ρόγιασμα, επομένως, ήταν σύμβαση μαθητείας, στην οποία όμως προείχε η παροχή εργασίας τού μαθητευομένου και όχι η εκμάθηση της τέχνης. Μισθωτής των υπηρεσιών τού μαστορόπουλου δεν ήταν το μπουλούκι, αλλά ο μάστορας που τον είχε προσλάβει και ο οποίος ήταν αποκλειστικά υπεύθυνος για την πληρωμή του. Άλλοτε πάλι οι μαστόροι κρατούσαν από το μερτικό ή το ημερομίσθιο των μαστορόπουλων ένα ποσό για ζημιές που προξένησαν στο μπουλούκι. Αυτό συνέβαινε όταν από αμέλεια τα μαστορόπουλα άφηναν τα ζώα να καταστρέψουν αγροτοκαλλιέργειες -οπότε  οι μαστόροι υποχρεώνονταν να αποζημιώσουν τους ιδιοκτήτες των χωραφιών- ή όταν τραυμάτιζαν σοβαρά κάποιο ζώο.
Τα στάδια της μαθητείας ήταν δύο. Το πρώτο άρχιζε με την είσοδο του παιδιού στο επάγγελμα. Αυτό γινόταν από την ηλικία των δέκα ή δώδεκα χρόνων και καμιά φορά μάλιστα από την ηλικία των εννέα ή και των οκτώ χρόνων. Σε τούτο το στάδιο οι μαθητευόμενοι κουβαλούσαν με τα ζώα πέτρες, χώμα, άμμο, νερό και ό,τι άλλο χρειάζονταν οι χτίστες για το χτίσιμο. Είχαν, επίσης, τη φροντίδα των ζώων (βόσκημα, πότισμα ή φύλαγμα) και έκαναν και άλλες βοηθητικές δουλειές που απαιτούσε η ομαδική συμβίωση (μαγείρεμα, πλύσιμο, ψώνια). Το δεύτερο στάδιο της μαθητείας άρχιζε με την προαγωγή του μαστορόπουλου σε βοηθό. Ωστόσο, δεν ήταν καθορισμένο το χρονικό διάστημα που έπρεπε να διανύσει ο μαθητευόμενος για να περάσει από το πρώτο στο δεύτερο στάδιο. Τα παιδιά με ικανοποιητική αντιληπτική ικανότητα και με ενδιαφέρον για την τέχνη, μπορούσαν να γίνουν βοηθοί μετά από τέσσερα ή πέντε χρόνια. Τα παιδιά μάλιστα των πρωτομαστόρων μπορούσαν καμιά φορά να γίνουν χτίστες χωρίς να διανύσουν το δεύτερο στάδιο μαθητείας.
Τα μαστορόπουλα δεν περνούσαν από καμία είδους διδασκαλία, θεωρητική ή πρακτική, για να μάθουν την τέχνη. Όπως έλεγαν και οι παλιοί μαστόροι «Η τέχνη δεν χαρίζεται αλλά κλέβεται». Αυτό σημαίνει ότι η εκμάθηση του επαγγέλματος ήταν ζήτημα ευφυΐας, αντίληψης, παρατηρητικότητας, ενδιαφέροντος και σκληρής δουλειάς. Όσοι ενδιαφέρονταν να μάθουν πραγματικά την τέχνη, παρακολουθούσαν με προσοχή τις μεθόδους που χρησιμοποιούσαν οι μαστόροι στο χτίσιμο, στην εξόρυξη της πέτρας ή στο πελέκημα των γωνιόλιθων και προσπαθούσαν να τις μάθουν. Συχνά, έκαναν και την εξής πονηριά. Σε ανύποπτο χρόνο προσποιούνταν ότι ήθελαν να ξεκουράσουν τον μάστορα. «Άστο μπάρμπα, να το φτιάξω εγώ», έλεγαν. Πολλές φορές και οι ίδιοι οι μαστόροι, που είχαν κουραστεί, καλούσαν τα μαστορόπουλα να συνεχίσουν ένα δευτερεύον έργο που είχαν αρχίσει. Όταν οι μαστόροι πήγαιναν να αναπαυτούν, έτρεχαν τα μαστορόπουλα, έπαιρναν τα καλέμια, τα βελόνια και τους ματρακάδες και προσπαθούσαν να πελεκήσουν και να λειάνουν κάποιο αγκωνάρι.
Κατά τη διάρκεια της μαθητείας τους δε μάθαιναν μόνο τα μυστικά της οικοδομικής τέχνης. Αποκτούσαν εμπειρία για το πώς θα διαπραγματεύονται την ανάληψη κάποιου έργου, τον τρόπο με τον οποίο θα αποσπούν μεγαλύτερες αμοιβές, αλλά και πώς θα εξασφαλίζουν καλύτερες συνθήκες εργασίας και διαβίωσης.
Σε αρκετές περιπτώσεις κατά τη διάρκεια της μαθητείας, πραγματοποιούνταν δύο άτυπες τελετές. εκείνη της ορκωμοσίας του βοηθού και αυτή του μανικαρώματος του μαστορόπουλου. Στην πρώτη περίπτωση, το μπουλούκι σταματούσε τη δουλειά και ο υποψήφιος βοηθός ανέβαινε σε κάποιον τοίχο και έδινε τον ακόλουθο όρκο:
«Σας τάζω πως θ’ ακώ τις προσταγές των μαστόρων και του λιθαρά. Τα ζα θα τα ‘χω σαν τα μάτια μου, θα πασκίζω να φορτώνονται ούλα ίσια με τη δύναμή τους. Δε θα μαρτυρήσω μηδέ μια λέξη από τη γλώσσα μας κι όντας τρανήνω και γενώ μάστορης, στ’ αχνάρι του πρωτομάστορα θα πατήσω».
Το μανικάρωμα γινόταν στα πρωτόπειρα μαστορόπουλα. Όταν δηλαδή ένα μαστορόπουλο έπιανε για πρώτη φορά δουλειά, του έβαζαν την ποδιά και του έλεγαν: «Μανικαρώνεται ο δούλος του θεού…». Αμέσως μετά του εύχονταν καλορίζικος, ατσαλόμπρατσος και πρωτομάστορας.
Κάποτε ένα μαστορόπουλο[7], θέλησε να πει και τη δική του κουβέντα πάνω στα τερτίπια της πέτρας. Ο βετεράνος όμως του επαγγέλματος τον αποπήρε και του μίλησε με άγριο τρόπο. «Ρε συ κόλεθρο, τι θες να πουλήσεις; Χτεσινέ! Για τήραμε να με ιδείς, άσπρισε το τσουλούφι μου απάνω στη μαρκαλημένη τέχνη. Και συ μόρχεσαι να μου δείξεις τ’ αμπέλια, γουρνοψολή. Άηντε να δασκαλέψεις κάναν όμοιό σου. Εμένα δε μου χρειάζονται δασκαλέματα από σας. Σας γεννήσαμε, δε μας γεννήσατε. Έτσι μ’ ορμηνέψανε οι τρανήτεροι που άρπαζα κι έκλευα κι έδενα την ορμήνεια τους. Είχα σέβα στον τρανήτερο…».
Ο Δημ. Μουστόγιαννης, πρωτομάστορας από το χωριό Περδικονέρι Γορτυνίας, ακολούθησε από 13 ετών, σαν μαστορόπουλο, τις κομπανίες των Λαγκαδινών μαστόρων και διηγείται μεταξύ άλλων:
«Τα χρόνια εκείνα εργάστηκα με Λαγκαδινούς, διότι μαστόροι από το χωριό μου υπήρχαν καμιά τριανταριά, οι οποίοι δεν εγνώριζαν καλά την τέχνη αυτή, και συνεργαζόμαστε με Λαγκαδινούς. Εμείς οι νεότεροι, από τη μεγάλη αγανάκτηση αποκτήσαμε την επιμονή και υπομονή και εμάθαμε την τέχνη και αρχίσαμε να κάνουμε συνεργεία δικά μας, μπουλούκια τα ελέγαμε τότε. Ταξιδεύαμε με τα ζώα, γαϊδούρια και άνθρωποι, ως τη Μονεμβασία της Λακωνίας, Πύλο, Γύθειο, Αργολιδοκορινθία, Καλαβρυτοχώρια, σε όλα τα χωριά της Πελοποννήσου, ωσότου φτάναμε μέχρι τη θάλασσα».


[1] Πέθανε στις αρχές του 2009. Η μαρτυρία του κινηματογραφήθηκε το 2006 στα πλαίσια του ντοκιμαντέρ «Μνήμη της πέτρας» .
[2] Ήταν αδελφός του λογοτέχνη Χρήστου Νικήτα-Στρατολάτη. Η ιστορία προέρχεται από το βιβλίο του «Νοσταλγοί» και βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα
[3] Το ποίημα δημοσιεύτηκε στην τοπική εφημερίδα Ηχώ των Λαγκαδίων, 10 Απριλίου 1965.
[4] Ιστορικά και Λαογραφικά της ανατολικής περιοχής Αιγιαλείας και Καλαβρύτων, τ. Α’-Β’, Αθήνα, 1982.
[5] Αρμολόι, τεύχος 1, σελ. 10, 1976.
[6] Όρος που συναντούμε κυρίως στην Πελοπόννησο.
[7]  Άνθρωποι της σκαλωσιάς, Θ. Τρουπής,  Λάρισα, 1959.

Πηγή: trenomag.wordpress.com


Share/Bookmark

1 σχόλιο :

  1. Τα ρυτιδιασμένα πρόσωπα, τα ροζιασμένα χέρια, με αυτά γίνεται και είναι η συνέχεια της δημιουργίας στην Γη, του έργου του Θεού!
    Χτίζουν και δημιουργούν και ομορφαίνει η πλάση!…
    Αυτοί οι μαστόροι ήσαν οι ηγέτες, οι δάσκαλοι του ήθους, του σεβασμού, της ντομπροσύνης!…
    Της τέχνης, της καλλιτεχνίας! Αυτοί δεν καταδέχονταν, το ψωμί να τρώνε ανίδρωτο, το κρασί να το πίνουν στο τσάπα…
    Η δανεική μπουκιά, δεν πήγαινε κάτω, καθότανε στο φάρυγγα τους, να τους πνίξει..
    Ήσαν περήφανοι!...
    Λεβέντες!...
    Με το διαβήτη, την γωνιά, τον σφυρί, το ζύγι, και το αλφάδι, εργαλεία της δουλειάς τους, με αυτά μέτραγαν και έφτιαγνα τα θαυμαστά!...
    Όμως και με αυτά μέτραγαν, κανόνιζαν, να είναι νοικοκυρεμένα τα οικονομικά τους, πάντοτε κάτι να περισσεύει, να έρχονται κατακόρυφα, τουλάχιστον να είναι αλφαδιασμένα!…
    Ας παίρνανε, ας πάρουνε, το κάτι τις, από αυτούς και οι τωρινοί ηγέτες….
    Στο τζάμπα είναι…

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Αρτοζήνος το μυθικό βουνό




Δημοφιλείς αναρτήσεις

Επικοινωνία