Απόσπασμα από το βιβλίο του Χρήστου Γ. Κωνσταντινόπουλου
«Η Μαθητεία στις Κομπανίες των Χτιστών της Πελοποννήσου»
Αθήνα 1987
Στην οικοδομική τέχνη ειδικεύτηκαν, όπως ήδη αναφέρθηκε, και πολλοί κάτοικοι της ορεινής Κορινθίας, της Κυνουρίας και της Γορτυνίας.
Το επάγγελμα όμως του χτίστη ασκήθηκε ιδιαίτερα από τους Λαγκαδινούς και τους Αγιοβαρβαρίτες.
Λαγκάδια Αρκαδίας |
«Το δε κάταντες του τόπου(2) εφ ου ωκοδόμητο η πόλις, το κλινουσόν προς το μεσημβρινόν μέρος, το δεχόμενον τας ηλιακάς ακτίνας εν πλήρει μεσημβρία, καθωδήγησε τους ενοικούντας να επεξεργασθώσι την οικοδομήν (...), διότι δια να ισοπεδώσουν οι κάτοικοι του τόπου και αυτό το κάθισμά των εχρειάζετο αναστήλωσις δια λίθων, δια δε τα κηπεύματα, αμπελώνας και καλύβας εχρειάζοντο ολοκλήρους μάνδρας. Εκ ταύτης της απολύτου ανάγκης έμαθον το εύρυθμον των λίθων και απεκατεστάθησαν προϊόντος του χρονου κάτοχοι της τέχνης και επιστήμονες των οικοδομών».
«Απεκαταστάθησαν (...) κάτοχοι της τέχνης (...)».
Οι πρώτοι κάτοικοι του χωριού δηλαδή που έπρεπε για βιοποριστικούς λόγους να συμπληρώσουν το από τη γεωργία και την κτηνοτροφία πενιχρό εισόδημά τους, επέλεξαν ως εξωαγροτική τους απασχόληση την άσκηση του επαγγέλματος του οικοδόμου. Ήταν μια τέχνη που την έμαθαν χτίζοντας τα σπίτια τους, τις μάντρες τους, τις πεζούλες στους κήπους και στα χωράφια τους. Καλλιέργησαν την τέχνη αυτή και, με το πατροπαράδοτο σύστημα μαθητείας, τη μεταβίβασαν στους απογόνους τους.
Έτσι σιγά σιγά δημιουργήθηκε οικοδομική παράδοση στα Λαγκάδια.
Ανάλογη πρέπει να ήταν η γέννηση και η εξέλιξη του επαγγέλματος αυτού και στα Κλουκινοχώρια.
Τα άλλα μαστοροχώρια της Γορτυνίας εμφανίστηκαν αργότερα.
Οι χτίστες των χωριών αυτών διδάχτηκαν, όπως αναφέρθηκε, την οικοδομική κοντά στους Λαγκαδινούς.
Yποθέτω ότι και οι μαστόροι της ορεινής Κορινθίας διδάχτηκαν την τέχνη του οικοδόμου από τους Κλουκινοχωρίτες.
Το επάγγελμα του χτίστη ήταν στην αρχή μια περιστασιακή εξωαγροτική απασχόληση που προσπόριζε στους φτωχούς αγρότες των παραπάνω χωριών συμπληρωματικό εισόδημα.
Με την πάροδο του χρόνου όμως, το επάγγελμα αυτό αποδείχτηκε για την πλειονότητα των Λαγκαδινών και των Βαρβαριτών πιο προσοδοφόρο από τις γεωργικές και κτηνοτροφικές ενασχολήσεις, και εξελίχτηκε σε κύριο - και για μερικούς σε αποκλειστικό - βιοποριστικό επάγγελμα.
Κάτι τέτοιο διαφαίνεται τουλάχιστον από έγγραφα της εποχής του Αγώνα της Ανεξαρτησίας.
Στις 26 Μαρτίου 1823 ζητούν από την «Υπερτάτην Διοίκησιν», οι μαστόροι που δούλευαν στα οχυρωματικά έργα των Μεγάλων Δερβενίων, «να λάβη συμπάθειαν να μας προμηθεύση κάθε μάστορα δύο κοιλά γέννημα, δια να αφήσωμεν καν εις τας δυστυχείς φαμελίας μας, αι οποίαι, λιμώττουσι και υστερούνται.
Είναι πληροφορημένη η Υπερτάτη Διοίκησις οποίαν πετρώδη και άγονον γην κατοικούμεν».
Μια άλλη κομπανία μαστόρων, που έφτιαξε τα οχυρωματικά έργα στα Δερβένια του Λεονταρίου, ζητά από την Κυβέρνηση στις 9 Σεπτεμβρίου 1826 να της πληρώσει τα μεροκάματα που της οφείλει, «διότι είναι γνωστόν εις πάντα όπου εις την πατρίδα μας μήτε εισοδήματα έχομεν, μήτε εσπείρομεν, μήτε άλλον πόρον έχομεν δια να ζήσωμεν, εκτός εάν δεν δουλεύσωμεν με τα ίδια χέρια μας»(3).
Σε έγγραφο επίσης του 1830(4) αναφέρεται ότι οι κάτοικοι της Αγίας Βαρβάρας είναι «χειροτεχνικοί εργολάβοι και μη γεωργικοί»(5).
Η ζήτηση ειδικευμένου εργατικού δυναμικού στον τομέα των οικοδομικών κατασκευών, που αρχίζει σταδιακά από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα και κορυφώνεται κατά τον 19ο, δημιουργεί τις πλανόδιες μαστορικές κομπανίες, οι οποίες εξασφαλίζουν στους κατοίκους των μαστοροχωριών μια σταθερή, κύρια ή δευτερεύουσα, απασχόληση, πράγμα που έχει ως αποτέλεσμα την επίλυση ως ένα βαθμό του οικονομικού προβλήματος στα χωριά αυτά και την αποφυγή της μετανάστευσης. Σε μια εποχή που η ιδανική επαγγελματική αποκατάσταση για έναν νέο συνοψίζεται στη λαϊκή ρήση
μάθε τέγνη κι άστηνε
κι αν πεινάσεις πιάστηνε
ήταν φυσικό το επάγγελμα του χτίστη να προσελκύει τους νέους και να αποτελεί γι’ αυτούς βασική επαγγελματική επιλογή.
Εδώ δεν χρειαζόταν να γίνει ειδική πληροφόρηση για τα πλεονεκτήματα του επαγγέλματος. Οι γονείς πρώτα απ’ όλα καθιστούσαν, από πολύ νωρίς, σαφές στα παιδιά τους ότι ο δρόμος για νά απαλλαγούν από τη φτώχεια - στις δεδομένες κοινωνικές και οι-κονομικές συνθήκες - οδηγεί στη μαστοριά(6). Εξάλλου το «να πάει το παιδί κοντά στους μαστόρους» είχε ευεργετικά αποτελέσματα για την ίδια την οικογένεια:
Πρώτα απ’ όλα μειώνονταν κατά ένα τα άτομα που σιτίζονταν στο σπίτι και άρα μειώνονταν οι δαπάνες διατροφής της οικογένειας.
Ύστερα το παιδί και ως μαθητευόμενος (μαστορόπουλο) ενίσχυε τον οικογενειακό προϋπολογισμό με ένα ποσό που, όσο μικρό κι αν ήταν, δεν μπορούσε να αγνοηθεί στα χρόνια του αγώνα για την επιβίωση.
Και φυσικά ήταν προτιμότερο οι γονείς να στέλνουν τα παιδιά τους στη μαστοριά παρά να τα «ρογιάζουν» στα διάφορα «αφεντικά» των αστικών κέντρων(7)
Η παρουσία επίσης των ίδιων των χτιστών αποτελούσε την καλύτερη πηγή πληροφόρησης και την πιο αξιόπιστη μαρτυρία για το επάγγελμα:
Οι μαστόροι ήταν από τους λίγους ανθρώπους των μαστοροχωριών που διέθεταν χρήμα (τόσο δυσεύρετο στους κακοτράχαλους ορεινούς οικισμούς), που δεν πεινούσαν ποτέ οι οικογένειές τους, ή τουλάχιστον πεινούσαν λιγότερο από τις άλλες, που είχαν ταξιδέψει σε μακρινούς τόπους και είχαν γνωρίσει πολλά, πού ήταν «κοσμογυρισμένοι». Παρά τη βασανιστική ζωή που έκαναν στα ξένα, στα χωριά τους επέστρεφαν περήφανοι και καταξιωμένοι στη συνείδηση των συμπατριωτών τους.
Όλα αυτά υπογράμμιζαν την οικονομική και πολιτιστική διαφοροποίηση των χτιστών από αυτούς που έμεναν στο χωριό, που ήταν «αταξίδευτοι», και δημιουργούσαν τις ψυχολογικές παραστάσεις που διαμόρφωναν, και τελικά επέβαλλαν, ένα πρότυπο επιθυμίας, πόθου και λαχτάρας για τη μαστορική ζωή.
Οι αφηγήσεις των χτιστών για τα πολύμηνα ταξίδια τους, τους ξένους τόπους, τις περιπέτειες και τα παθήματά τους κέντριζαν τη φαντασία των νέων, που βιάζονταν να ακολουθήσουν τις μαστορικές κομπανίες για να ζήσουν από κοντά όλα όσα είχαν ακούσει:
«Θά ’μαστε ελεύθεροι από σάκκες, χαρτιά, κουδούνια και θα γιομίζαμε λεφτά.
Θα πηγαίναμε αντάμα στο βουνό να βοσκήσουμε τα ζα, θα κουβαλάγαμε πέτρες με τα γαϊδούρια, θα τρώγαμε μπόλικο φαΐ και ψωμί κι οι κυράδες θα μας είχανε σαν χαϊδεμένα παιδιά τους.
Θα βλέπαμε πλούσιες πολιτείες και τόπους, τραίνα γιομάτα κόσμο και προφαντά(8).
Θα προβάλλαμε μπροστά στις μανάδες μας καινούργιες αλλαξιές, πορτοφόλια γιομάτα γαζέτες και δώρα.
Μια ευτυχισμένη ζωή άνοιγε μπροστά μας (...)»(9)
«Μια ζωή ευτυχισμένη (...)»
Είναι μια συνειρμική σκέψη που απορρέει από τη σύγκριση της ζωής που έκαναν στο χωριό τους με τη ζωή που φαντάζονταν ότι θα κάνουν κοντά στα μαστορικά μπουλούκια.
Τη ζωή στο χωριό την ήξεραν καλά. Ελάχιστος καλλιεργήσιμος χώρος, ελάχιστη παραγωγή.
Όσο και να καλλιεργήσει κανείς τον πετρώδη τόπο, δεν πρόκειται να αυξήσει την παραγωγή του.
Για τους πιο φτωχούς, το γέννημα (σιτάρι ή κριθάρι) τέλειωνε τις περισσότερες φορές τον Μάρτιο ή τον Απρίλιο.
Το διάστημα που μεσολαβούσε ώς τον Ιούλιο, οπότε θα θέριζαν και θα αλώνιζαν, το κάλυπταν με «δανεικό».
Υπήρχαν οικογένειες, κυρίως ορφανεμένες από πατέρα, που μερικές μέρες του χρόνου έμεναν νηστικές, γιατί τους έλειπε και το κομμάτι το ψωμί. Το φάσμα της πείνας, παντοτινός σύντροφός τους, τις ανάγκαζε να υποθηκεύουν τον ελάχιστο γεωργικό κλήρο που είχαν, με όλες τις δυσμενείς συνέπειες που συνεπαγόταν η υποθήκευση του κυριότερου περιουσιακού στοιχείου που διέθεταν(10).
Την ωμή αυτή πραγματικότητα τη βίωναν καθημερινά τα παιδιά στα μαστοροχώρια της Γορτυνίας και των Καλαβρύτων, και ήταν φυσικό να προβληματίζονται από μικρά για την επαγγελματική τους σταδιοδρομία.
Από δέκα χρονών συνειδητοποιούσαν ότι η μόνη διέξοδος από την ανέχεια και την ανασφάλεια ήταν η δουλειά κοντά στους χτίστες, η αγιαδουλειά, όπως έλεγαν τη μαστοριά οι Λαγκαδινοί(11).
Η άλλη λύση, με δεδομένη την έλλειψη εναλλακτικών ευκαιριών απασχόλησης, ήταν να μείνουν στο χωριό με σύντροφό τους τη μιζέρια, την ανασφάλεια και τον υποσιτισμό.
Αναφορές/Σημειώσεις
(1). Βασ. I. Τσαφαράς, «Τα Λαγκάδια κατά εν παλαιόν χειρόγραφον», εφ. Ηχώ των Λαγκαδιών, φ. 20 (1 Δεκεμβρίου 1960).
(2). Το έδαφος στο οποίο έχουν χτιστεί τα Λαγκάδια παρουσιάζει μέση κλίση 45%.
(3). Χρ. Γ. Κωνσταντινόπουλος, Οι παραδοσιακοί χτίστες της Πελοπόννησου, σ. 149, 163.
(4). Αθ. Θ. Φωτόπουλος, «Συμβολή εις την ιστορίαν της ληστείας κατά την Καποδιστριακήν περίοδον», Πελοποννησιακά, ΙΑ' (1978) (Πρακτικά του Α' Τοπικού Συνεδρίου Κορινθιακών Ερευνών), σ. 221.
(5). Τα στοιχεία που αναφέρονται πιο πάνω δεν μπορούν βέβαια να οδηγήσουν σε γενικεύσεις, σχετικά με τα εισοδήματα του εργατικού δυναμικού που απασχολιόταν στις οικοδομικές εργασίες την εποχή του Αγώνα της Ανεξαρτησίας. Δείχνουν όμως ότι ένα τμήμα του εργατικού αυτού δυναμικού αμειβόταν με τακτικό ημερομίσθιο και ότι δεν είχε άλλα εισοδήματα και συνεπώς δυνατότητες αποταμίευσης. Το μεροκάματο δηλαδή στις περιπτώσεις αυτές λειτουργεί αποκλειστικά ως μέσο για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης. Αν κρίνουμε μάλιστα από το πλήθος των αναγκαστικών πωλήσεων έναντι χρεών λαγκαδινών μαστόρων, που πραγματοποιούνται κατά την τελευταία εικοσαετία του 19ου αιώνα, πρέπει να υποθέσουμε ότι η τέτοια λειτουργία του εργατικού ημερομισθίου, στον συγκεκριμένο κλάδο, ίσχυσε ώς το τέλος του 19ου αιώνα, ίσως και αργότερα. (Για τη λειτουργία του εργατικού μισθού κατά τον 19ο αιώνα βλ. Σπύρου I. Ασδραχά, Ελληνική κοινωνία και οικονομία, ιη' και ιθ' αιώνες, σ. 27-28. Για τις αναγκαστικές πωλήσεις έναντι χρεών λαγκαδινών μαστόρων βλ. Στάθη Ν. Τσοτσορού, Οικονομικοί και κοινωνικοί μηχανισμοί κλπ., σ. 276, σημ. 6).
(6). Στην Ήπειρο «σαν γίνη το αγόρι δέκα χρονών, ο γονιός του δίνει ένα άλογο, ένα ψωμί στο ταγάρι για εφτά μέρες, του δίνει ακόμα ένα φούσκο (μπάτσο) λέγοντας:
Σύρε κερατά να βγάλης το ψωμί σου» (Αλέξ. Μαμμόπουλος, Λαϊκή αρχιτεκτονική, ηπειρώτες μαστόροι και γεφύρια, Αθήνα 1973, σ. 7).
(7). Κατά τον Γ. Παπαγεωργίου (Η μαθητεία στα επαγγέλματα, Αθήνα 1986, σ. 34) «Οι περισσότεροι γονείς οδηγούσαν τα παιδιά τους στη συντεχνία για να διευκολύνουν τη δική τους προβληματική οικονομική θέση, χωρίς να εξασφαλίζουν, έστω και τα πιο υποτυπώδη εχέγγυα των απαραίτητων συνθηκών εργασίας και διαβίωσής τους».
(8). Σπάνια φρούτα και φαγώσιμα στα ορεινά.
(9). Χρ. Γ. Νικήτας-Στρατολάτης, Νοσταλγοί, ηθογραφικό μυθιστόρημα, β' έκδ., σ. 61-62.
(10). Το ίδιο γινόταν και στην Πιρσόγιανη της Ηπείρου, βλ. Αρμολόι, τχ. 1 (1976), σ. 8-9.
(11). Ένα τέτοιο παιδί - 9 χρονών - μας" περιγράφει στο βιβλίο του Νoσταλγοί (ό.π., σ. 32-38) ο λαγκαδινός λογοτέχνης Χρήστος Γ. Νικήτας-Στρατολάτης, που «έφαγε», όπως λέει ο ίδιος, «τη φτώχεια με το κουτάλι». Είναι από τα ωραιότερα διηγήματα (πραγματική ιστορία δοσμένη με λογοτεχνική μορφή) που μας έχει δώσει ο συγγραφέας. Πρόκειται για ένα παιδί, ορφανό από πατέρα, με μάνα και έναν αδελφό. Φτώχεια στο σπίτι και υποθηκευμένο χωράφι. Κάποτε ο Αντρίκος (είναι ο αδελφός του συγγραφέα και το όνομα είναι πραγματικό) αποφασίζει να πάει μαστορόπουλο. Παρά τις αντιρρήσεις της, η μάνα του το εμπιστεύεται στον πρωτομάστορα Πανάγο.
Στο πρώτο ταξίδι, ο Αντρικός έστειλε κιόλας την πρώτη του επιταγή κι ανακούφισε, τη φτωχειά μάνα και τον μικρότερο αδελφό του. Στό ίδιο ταξίδι κατόρθωσε με τις οικονομίες του και αγόρασε και ενα μικρό γάιδαρο κι έτσι ο Αντρίκος έπαιρνε ολόκληρο μερδικό τώρα (μισό αυτός και μισό για το γαϊδαράκο του). Στο δεύτερο ταξίδι κατόρθωσε -10 χρονών παιδί - και ξεχρέωσε το υποθηκευμένο χωράφι της οικογένειας. Ήταν μικρός ο Αντρίκος, γι’ αυτό τον έλεγαν Σβόμπιρα, αλλά έγινε προστάτης οικογένειας. Ο λαγκαδινός δικηγόρος και ποιητής Ηλ. Β. Γιαννικόπουλος έχει γράψει γι’ αυτόν «Το τραγούδι του Σβόμπιρα» (Ηχώ των Λαγκαδιών, 10 Απριλίου 1965).
Μεταφέρω μερικούς στίχους:
Τα ματωμένα μην τηράτε πόδια,
τα ροζιασμένα χέρια,
το κούτελό μου με του πόνου τις ρυτίδες,
της πρώτης αντρείας μου τις αχτίδες·
την καρδιά μου νιώστε·
και της θέλησης τους ήλιους μην αρνιόστε,
που της φτώχειας ξεσχίζουν τα σκοτάδια.
Η σκληρή βιοπάλη όμως υπέσκαψε την υγεία του Σβόμπιρα και δεν άργησε νά ’ρθει το τέλος. Ξεψύχησε στη «Σωτηρία» στο άνθος της νιότης του (Χρ. Γ. Νικήτας-Στρατολάτης, Άγια Χώματα, ηθογραφικά διηγήματα, σ. 15).
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου