Γράφει ο Θωμάς Σίδερης
«Της μαστοριάς τα βάσανα, της ξενιτιάς τα πάθη
τα είδε ο ήλιος κι έσβησε και το φεγγάρι εχάθη.
Τ’ ακούσανε κ’ οι θάλασσες και φούσκωσαν το κύμα:
Στην ξενιτιά, στη μαστοριά, εισ’ ο μισός στο μνήμα.
Τα φασόλια, οι ρέγκες, οι φακές, τα κρεμμύδια, οι ελιές και το τυρί
ήταν τα συνηθισμένα φαγητά τους. Το μαγείρεμα αναλάμβανε τις
περισσότερες φορές ένα μαστορόπουλο ή κάποιος από τους τεχνίτες που
εκτελούσε χρέη οικονόμου-επιμελητή. Το πλύσιμο των πιάτων, τα ψώνια, την
καθαριότητα και γενικά όλες τις δευτερεύουσες εργασίες τις έκαναν τα
μαστορόπουλα. Αρκετές φορές όμως οι νοικοκυρές τους πήγαιναν
φρεσκομαγειρεμένο φαγητό και μικρές νταμιτζάνες με κρασί. Ο παλιός
χτίστης Βαγγέλης Γιαννακόπουλος, από τα Λαγκάδια Αρκαδίας, πρωτοπήγε στη
μαστοριά το 1926 και παρέμεινε στο επάγγελμα σαράντα ολόκληρα χρόνια.
Στο φύλλο της 6ης Μαρτίου 1973 της τοπικής εφημερίδας Νέα Γορτυνία ανέφερε με γλαφυρό τρόπο τα βάσανα του επαγγέλματος:
«Ο χειμώνας ήταν δύσκολος. Πότε όξω με τα ζα, βρέχοντας και
χιονίζοντας, με τους πάγους να σκάνε τα χέρια από τα κρύα, τις πέτρες
και τις παγωμένες λάσπες, το βράδυ στο βουνό να μας θερίζουν οι αέρηδες,
οι μπόρες και τα χαλάζια, και την αυγή πριν λαλήσει ο κόκορας να
γυρίζουμε με τα ξεροβόρια στη δουλειά. Ήτανε σκληρός και πικρός ο
χειμώνας.»