Διαδρομή προς το χωριό Σέρβου - Slideshow          ΧΔ

Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2011

on Δημοσίευση σχολίου

Θύμησες από τη ζωή των Σερβαίων

Αναδημοσίευση
Πηγή: Ιστοσελίδα servou.gr
http://www.servou.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=478:2009-01-07-15-26-56&catid=100:2009-01-06-12-58-43&Itemid=78

του Βασίλη Δάρα

Στο πέρασμα τους από τη ζωή τούτες οι γενιές των Σερβαίων, είναι γεμά­τες από πλήθος βιώματα και περιστατικά όμορφα και περί­εργα, που δεν ξεχνιούνται. Ας θυμηθούμε μερικά απ' αυτά. Έ­λα και συ φίλε αναγνώστη, να τα δούμε μαζί.

1. Απίστευτο, αλλά αληθινό.
Ο αγωνιστής της Επανάστασης του Εικοσιένα Φώτης Δάρας, που εκλέχτηκε δήμαρχος Ηραίας σαν θέλησε να χτίσει και μέσα στην πρωτεύουσα του δήμου, στο Παλούμπα, σπίτι για να κατοικεί στην έδρα του δήμου, είχε την α­κόλουθη περιπέτεια.. Λίγο πιο πάνω από το σημερινό εξωκκλήσι του Αγιο - Παντελεήμονα σ' απόσταση 150 περίπου μέτρα, αγόρασε γη και έστειλε εργάτες με τα ζώα τους από το χωριό του να φτιάξουν το ασβεστοκάμινο.
 Στο κορύφωμα όμως της δουλειάς που είχαν συγκεντρωθεί εκεί 8 - 10 φορτηγά (μουλάρια), οι τοπικοί αντίπαλοι, κρίνοντας ασύμφορη γι' αυτούς, την εγκατάσταση του Φώ­τη Δάρα στου Παλούμπα, έστειλαν ανθρώπους τους τη νύχτα και έκοψαν τα αυτιά και τις ουρές όλων των φορτηγών. Μεγαλόψυχα εγκατέλειψε την προσπάθεια του και δε ζήτησε εκλογή στην επόμενη τετραετία. Έμεινε όμως το τοπωνύμιο Ντάρα - Καμίνι, πάνω από τον Άγιο Παντελεήμων», στο σύνορο κοινότητας Παλούμπα και Ψάρι - Ηραίας, που ήταν αρβανιτοχώρι, όπως και το Ψάρι της Τριφυλίας των Σαλιμοχωρίων.

2. Εύθυμο διήγημα
Στις δεκαετίες μετά τον αγώνα δύο Στρικονταραίοι μοίραζαν κάποια μέρα την πατρική τους περιουσία, τούτο δικό μου, εκείνο δικό σου, εδώ το σύνορο κτλ. Τέλος θα πάρεις εσύ το αμπέλι (εννοώντας το αμπέλι στην Κρίκιζα) και η σπηλιά δική μου. Σύμφωνοι; Σύμφωνοι.. Τσόκα και καλορίζικα. Και ο τυχερός της σπηλιάς γυρίζοντας το βράδυ στο σπίτι λέει στη γριά του:
-Να γριά τον γέλασα.
-Πώς γέρο;
-Πήρα εγώ τη σπηλιά και κείνος το αμπέλι.
-Ωχ κακό πόπαθα. Μπίτι πάπαλο είσαι καϋμένε. Τι τη θέλεις τη σπηλιά, ρε συφοριασμένε;
-Ξέρω γω τι κάνω γριά. Θα χώνομαι μέσα άμα βρέχει και θα βάνω και τα γίδια.
Του ήταν βλέπεις χρήσιμη η σπηλιά για τους βοσκότοπους γύρω. Η Σφυρίδα δική του.

3. Στα χρόνια των ληστών
Οι ζωοκλοπές, κατάλοιπα των χρόνων της Τουρκοκρατίας, κυριαρχούσαν σ' όλη την ύπαιθρο μετεπαναστατικά και η ζωοκλοπή εθεωρείτο παλληκαρισμός. Παράλληλα, στην εποχή εκείνη, δρούσαν και οι ληστοσυμμορίτες και διάσημοι ληστές λυμαίνονταν την περιφέρεια, που πολλές φορές όμως, παίρναν από τους πλούσιους και βοηθούσαν τους φτωχούς. Σ' αυτούς συγκαταλέγεται και ο Σερβαίος ληστής Θεόδωρος Τρουπής, προπάππος του Γιώργη Τρουπή (Γκράβαρη) με το ακόλουθο ιστορικό. Σε μια από τις ληστρικές απόπειρες μαζί με το ληστή Μπουζιώτη, οι δύο ληστές συνελήφθησαν από τα κυβερνητικά αποσπάσματα, φυλακίστηκαν και καταδικάστηκαν στην Καλαμάτα σε θάνατο.
Τη στιγμή όμως που τους πήγαιναν για εκτέλεση, η Μπενάκαινα, σύζυγος του μεγάλου ευεργέτη Εμμ. Μπενάκη Βιργινία, που 'χε πάει στην Καλα­μάτα για φιλανθρωπικούς σκοπούς, θαυμάζοντας τη λεβεντιά του μελλοθάνα­του Θ. Τρουπή με τα μακρυά μαλλιά,, που ριγμένα πίσω, έφταναν ως τη μέση, θεώρησε πως είναι κρίμα να χάνονται τέτοιοι λεβέντες και ζήτησε να του χα­ρίσουν τη ζωή, όπως κι έγινε. Το σπίτι του, αλλιώτικο τότε, ήταν το σημερινό του Μιχ. Κωνσταντόπουλου. Και καθώς διηγούνταν οι γέροι του περασμένου αιώνα, τον θυμούνταν σε βαθιά γεράματα να πηγαίνει με αργά βήματα εκεί κοντά και να λιάζεται στο προαύλιο της Πάνω Εκκλησίας. Ήταν ο συνετός και έντιμος Γκράβαρης.

4. Το 'παθε στην Αθήνα
Στον άτυχο πόλεμο του 1897 που τραυματίστηκε στο Βελεστίνο ο Νικολαντάρας και μεταφέρθηκε για να. νοσηλευτεί στην Αθήνα, πήγε από το χωριό να τον δεί ο γαμπρός του ο Μπαρμπανικολάκ·ης ο Δήμος που χρημάτισε αργό­τερα πρόεδρος Σέρβου για πολλά χρόνια. Τον τραυματία είχε επισκεφτεί τότε στο νοσοκομείο η βασίλισσα Όλγα, και του πρόσφερε ένα φιλοδώρημα 300 δραχμές. Στο κέντρο της Αθήνας καθώς παρακολουθούσαν τον αρχοντοχωριάτη που ξεχώριζε με τη φουστανέλλα, το πουκάμισο, το γελέκο, τη φέρμελη, τα τσαρού­χια και το δερμάτινο σιλάχι με τις πολλές θήκες, τον πλησίασαν οι καταφερτζήδες και με ταχυδακτυλουργικό τρόπο, του απόσπασαν τις 300 δρχ., λεπτά αξίας για την εποχή, που του τα 'δωσε ο τραυματίας, για να φέρει στη φαμε­λιά του

5. Τα σκυλιά του Δημητριού Δάρα
Ο Δημητριός ο Δάρας, που έμενε στην Πάτρα, είχε χόμπυ του το κυνήγι. Κάλεσε λοιπόν στην Πάτρα κάποτε το Θυμιάκο Δημητρόπουλο και του 'δωσε τα δυο του καλοθρεμμένα κυνηγόσκυλα να τα φέρει στου Σέρβου, γιατί θα 'ρχόταν κ αυτός να κυνηγήσει. Ο Θυμιάκος όμως, καβάλα στο μουλάρι και με τα σκυλιά δεμένα από πίσω, έφαγε ο ίδιος την τροφή των σκυλιών, πετώντας τους στο δρόμο να τρώνε κρεμμύδια αντί για ψωμί, έτσι που από την πείνα και το μακρυνό κακοτράχαλο δρόμο, τα σκυλιά εξαντλήθηκαν χωρίς να τα φροντίσει στο χωριό που τα 'φερε. Φθάνοντας σε λίγες μέρες στου Σέρβου κι ο αφέντης τους και βλέποντας την κατάντια των παραμελημένων σκυλιών του πικράθηκε τόσο, που τα σκότωσε ο ίδιος!

6. Το πάθημα του Κοκώνη
Ας πάμε τώρα 80 χρόνια περίπου πίσω. Ο Παναγής Παπανικολάου, κυνη­γός της εποχής εκείνης με το ντουφέκι στον ώμο, τον έβγαλε ο δρόμος στου Καρκασάνη. Μπαίνοντας στη βρύση τι σύμπτωση! Μπροστά του το όργανο της ασφάλειας! Είναι ο νωματάρχης, Κοκώνης που γύριζε από υπηρεσία στα χωριά της Ηραίας και ζητά επιβλητικά από τον κυνηγό, να του παραδώσει το όπλο. Σκληρός όμως εκείνος, με τη σβελτάδα που τον διέκρινε, το βάζει στα πόδια και τρέχει προς την Κρίκιζα. Κοντά του ο νωματάρχης, αλλά πού να. τον φτάσει. Γνώριμος ο τόπος για τον Παναγή, κάνει μερικές στροφές προς τα πάνω κα: χάνεται στο δάσος.
Ο νωματάρχης ψάχνει αλλά πού να τον βρει. Περιφέρεται άσκοπα και ο δυστυχής, χάνει το δρόμο της επιστροφής. Ο Παναγής που τον παρακολουθεί βρίσκει τότε την ευκαιρία, τρέχει στη βρύση, παίρνει την τσάντα του νωματάρχη και με την ησυχία του γυρίζει στο χωριό. Ύστερα από ώρες ο νωματάρχης, τα καταφέρνει να ξαναβρεί τη βρύση, αλλά η τσάντα είχε κάνει φτερά. Έρχεται τότε στου Σέρβου και διηγείται στους προεστούς του χωριού τα συμβάντα. Εκείνοι κατάλαβαν αμέσως το δράστη και τον παρεκάλεσαν να επιστρέψει την τσάντα, αλλά ο πεισματάρης Παναγής είναι αμετάπειστος. Η τσάντα λάφυ­ρο, πολλά χρόνια έμενε στο πατρικό του σπίτι.

7. Ο Ασίκης
Ο ονομαστός τσέλιγκας Σκουρογιώργης από την Τσίπολη, ανέμελος κι ευτυχισμένος στο βιός του έβοσκε το κοπάδι του στο ιστορικό βουνό Παλιόκαστρο (όριο Σέρβου - Τσίπολη). Για μια στιγμή, ακούει βελάσματα κατσικιών, που μόλις ξεχώριζαν. Πλησιάζει και βρίσκεται μπροστά σε μία μεγάλη τρύπα, βά­θους 50 μ. που μέσα είχαν πέσει δύο κατσίκια. Πώς τώρα να τα βγάλει! Τρέχει στου Σέρβου, βρίσκει τον πεθερό του το γερο - Ασίκη, παίρνουν και .μια τριχιά και με συνοδό, τραβάνε ίσια για τα παγιδευμένα κατσίκια. Η τρύπα βαθειά και σκοτεινή. Μα ο γέρος, που 'ναι τσα­κάλι, δε δειλιάζει. Αφήνει το σιλάχι για να 'ναι λεύτερος. Δέστε με λέει να δείτε πως θα τα βγάλω. Δεμένος γερά, ο θαρραλέος γέροντας, φτάνει στο βάθος. Δένει το πρώτο κατσίκι, δένει το άλλο τα τραβούν και τα κατσίκια γλίτωσαν.
Σειρά του τώρα να δεθεί ο ίδιος. Για τα ζωντανά ήταν εύκολο να βγουν. Γι' αυτόν όμως είναι δύσκολο. Η χαώδης τρύπα είναι στενή με στροφές, διακλαδώσει. Προσπαθούν να τον βγάλουν, έφτανε ως ένα σημείο αλλά και πάλι έπεφτε μέσα. Τραβούσαν ξανα-τραβούσαν, αδύνατο να βγει. Η κατάσταση είναι απελπιστική. Βραδιάζει. Το χωριό είναι ανήσυχο. Τι άραγε να 'γινε ο γέρος λέει η γριά του. Αποσταλμένος του Σκούρου φτάνει στο χωριό, το... και το... λέει και ζητάει βοήθεια. Όλοι τότε γίνονται ανάστατοι και μια ομάδα Σερβαίων, με φανάρια στα χέρια, σπεύδουν να σώσουν τον άνθρωπο. Είναι όμως νύχτα τι μπορούν να κάνουν! Η αγωνία όλων κορυφώνεται. Η φωνή του γέρου μόλις ακούγεται. Ανάβουν φωτιές, του δίνουν θάρρος. Του πετάνε κεριά, σπίρτα να. βλέπει. Νύ­χτα φοβερή, νύχτα αγωνίας!
Με της αυγής το χάραμα ο μεγάλος του γιος, ο Πέτρος, κάνει ο ίδιος το τόλμημα. Τον δένουν γερά, φτάνει σε κάποιο βάθος, που βρίσκει σκάλωμα, γαντζώνεται και τραβάει τον παγιδευμένο μέχρι του σημείου, που είχε γαντζωθεί ο ίδιος, απ' όπου πια το ανέβασμα γίνεται εύκολο. Και νάτος! Ο Γερο - Ασίκης, βγαλμένος από τον τάφο σώος, με το ηθικό ακμαίο. Τρέμοντας όμως από το κρύο. Και αμέσως τρέχει να. βρει το σιλάχι με τις 15 δρχ. που 'χε μέσα. Το τι έγινε τότε δεν περιγράφεται.

-Τι είδες, μέσα Πέτρο; τον ρωτάνε.
-Κρύο πολύ και σπηλιά ολόκληρη, με κάτι που σαν κρούσταλλα, που κρέμονταν από πάνω και τα 'πιανα.
Λέτε να υπάρχουν εκεί σταλαχτίτες και σταλαγμίτες και να κρύβεται κάποιος ανεξερεύνητος θησαυρός;

8. Η απαγωγή της Φωτεινής
Συνέβη στις αρχές του αιώνα Γαμπρός, ο Βασίλης Κ. Σχίζας. Δράστες, ο πρωτοξάδερφος του γαμπρού, Φώτης Σχίζας και ο αδερφός του γαμπρού Παναγάς. Νύφη, η Τσιπολιώτισσα Φωτεινή, το γένος Πάγκα, που η απαγωγή γί­νεται με το θέληση της. Όλα είναι συμφωνημένα. Νύχτα, με την παλληκαριά που τους διακρίνει οι δράστες φτάνουν έξω από το σπίτι της νύφης. Το σύνθη­μα δίνεται. Η νύφη παίρνει τα παπούτσια στο χέρι, την αρπάζουν και παίρ­νουν γρήγορα δρόμο. Γίνονται όμως αντιληπτοί και οι Τσιπολαίοι τους κυνη­γούν. Και κείνοι που ακούνε τις φωνές, το θόρυβο, για να τους παραπλανήσουν ρίχνουν ντουφεκιές και για να χάσουν τα ίχνη τους, αλλάζουν κατεύθυνση. Τέ­λος φτάνουν στου Σέοβου και παραδίνουν τη νύφη στο γαμπρό. Και ο κόσμος, με το αισθητήριο που τον διακρίνει, το διασκέδαζε με τους στίχους: «Και ο Πά­γκας από πέρα, ντίγκι. - ντάγκα τη μαχαίρα». Έγινε η στέψη και από το ζεύ­γος εκείνο, προήλθε μια σειρά, από παιδιά, εγγόνια, δισέγγονα.

9. Η Ξάκω (Ξακουστή Ευθ. Κατσιάπη)
Τώρα και 55 περίπου χρόνια, σ' όποιο δρόμο και αν πήγαινες έξω από το χωριό θα 'βλεπες στα. χωράφια ένα ανθρώπινο πλάσμα. Δεν ήταν ο άνθρω­πος φάντασμα, το ξωτικό της νύχτας. Ήταν η Ξάκω.
Μια δυστυχισμένη αν­θρώπινη ύπαρξη, που ζούσε απομονωμένη από τους συγχωριανούς της κι όλη την ημέρα δεν έκανε τίποτε άλλο, παρά να ξελιθαρίζει τα χωράφια. Ολημερίς σκυμμένη, ακούραστη, ξελιθάριζε, ξελιθάριζε, ξελιθάριζε! Οι άνθρωποι δεν την πλησίαζαν γιατί έλεγαν πως είχε λέπρα (λώβα), που ήταν κολλητική. Λίγο ψωμάκι ζητούσε με βραχνή φωνή, ψιθυριστά από τους περαστικούς, ώρες στημένη εκεί στη γωνιά του δρόμου, στην αρχή της Ζευγολατίτσας, πάνω από το σπίτι του Παν. Λιατσόπουλου (Μαγιά). Οι συγχωριανοί της δεν έπαυαν κάθε τόσο να. την τροφοδοτούν. Μόνο που της άφηναν μακριά ό,τι της έδιναν φοβούμενοι την αρρώστια. Νερό έπαιρνε από τη δική της βρύση, της «Ξάκως τη βρύση» 100 μ. πέρα από τον Αγιαντριά, αποκατώστρατα, όπως πάμε για του Κακογιάννη. Η καλύβα της βρισκόταν πιο πάνω στο Δεντρούλι μέσα στο δασάκι. Είχε όμως τόση διαίσθηση, που ήξερα όλα όσα γί­νονταν στο χωριό. Μια χειμωνιάτικη νύχτα, με χιόνια, τη βρήκαν πεθαμένη στην καλύβα της.

10. Πόση άγνοια είχαν!
Κάποια Σερβιώτισσα που πήγε κάποτε να ιδεί το παιδί της μαθητή στα Λαγκάδια, - ήταν η εποχή που πρόσφεραν το γλυκό το βάζο μ' ένα κουταλάκι, και έπρεπε να πάρεις μια κουταλιά - κείνη πήρε το βάζο έφαγε, έφαγε, ώσπου χόρτασε και αφού έμεινε λίγο, το επέστρεψε στη σπιτονοικοκυρά λέγοντας ότι δε θέλω άλλο. Αλήθεια, πόσο πίσω έμενε ο κόσμος! Τώρα και 70 περίπου χρόνια, μια άλλη Σερβιώτισσα, που είχε πάει στα Λαγκάδια και για πρώτη φορά είδε αυτοκίνητο, γυρίζοντας στου Σέρβου έλεγε στις γυναίκες του χωριού. - Να ιδείτε γυναικούλες μου τι είδα γω στα Λαγκάδια σήμερα! Κάτι κουτιά που καρελάγανε ντράκαρα - ντράκαρα και είχανε μέσα κάτι αντρώπους. Ε­γώ πήγαινα μπροστά και κείνα 'ρχόσαντε από πίσω μου κι έκαναν ντου - ντου - ντου. Πηλάλα εγώ μπροστά, πηλάλα κείνα από πίσω. Πέρασαν χρόνια από τότε και στα 1951, σαν μπήκε το πρώτο αυτοκίνητο στου Σέρβου, η αείμνηστη Θεοφάνη Χ. Παναγοπούλου, πρώτη πήγε και το υποδέχτηκε. «Καλώς το μου», του λέει. Το χάιδεψε και το ασήμωσε.

11. Η τραγιάσκα του Γκούρη
Ο Μήτσος ο Λίτσας (Γκούρης) που κάποτε ερχόταν νύχτα από το πατρι­κό του χωριό Αραμουζά, κάπου στο δρόμο στην Κρίκιζα μπλέχτηκε στα βάτα και του πιάστηκε η τραγιάσκα. Φοβήθηκε πως ήταν στοιχειό το 'βαλε στα πό­δια και φτάνοντας στο χωριό διηγήθηκε το συμβάν. Την άλλη μέρα με παρέα πήγαν επί τόπου και βρήκαν την τραγιάσκα, κολλημένη στο βάτο. Η καζούρα τότε που του κάνανε τότε δεν λέγεται.

12. Παγιδεύτηκε στο υπόγειο
Την εποχή που γινόταν το ανταμικό σπίτι των αδελφών Παναγιώτη και Κωνσταντή Σχίζα, ο αδελφός τους ο Θοδωρής, καθώς ξεκαλούπωνε το θόλο του υπογείου, πλακώθηκε από το πάνω στρώμα. Έμεινε εκεί στριμωγμένος κοντά στο βαγένι κάμποση ώρα και τον ξεπλάκωσαν, ακούγοντας τις υπόκωφες φωνές του. Και έλεγαν τότε οι κουτσομπόληδες: Ο Θοδωρής (που ήταν βέβαια τρα­γουδιστής) το είχε ρίξει στο τραγούδι.

13. Το σμυρδάκι
Ήταν δύο αχώριστοι σμίχτες. Ο γερο Νύσιος ο Βέργος και ο Θανάσης Τρουπής (Θανασιός). Σ' ένα σταμνάκι, μάζευαν κάθε μέρα την κορφή του γά­λατος για το βούτυρο. Κάποια νύχτα το σκυλί, ο Τραχήλης, βάζει το κεφάλι του στο σταμνί για το βούτυρο αλλά δεν μπορεί να το βγάλει κι άρχισε να γαυγίζει και να τρέχει σέρνοντας μαζί του και το σταμνί. Οι άνθρωποι φαντάστηκαν πως ήταν ξωτικό. Σμυρδάκι Θανάση!, λέει ο Νύσιος. Το ντουφέκι να το σκοτώσουμε, θα μας φάει τα πρόβατα. Και ανάβουν φωτιές να φοβηθεί, να φύγει. Ο Τραχήλης αναπο­δογυρίζεται, πέφτει κάτω από τη μάντρα, σπάει το σταμνί, ελευθερώνεται και γαυγίζει τώρα κανονικά. Έτσι ο φόβος μετριάζεται. Το πρωί βρήκαν το σπα­σμένο σταμνί με το βούτυρο φαγωμένο. Πίστεψαν τότε πως ήταν ο Τραχήλης και όχι σμυρδάκι.

14. Ο Στρικόγιαννης και το φίδι
Ήταν Μ. Σάββατο. Ο Στρικόγιαννης, καθώς ερχόταν καβάλα στο Κόκκινο Λιθάρι, βλέπει ένα φίδι να μπαίνει σε μια τρύπα. Χωρίς να χάσει καιρό, κατε­βαίνει και τολμάει να το πιάσει από την ουρά. Πάντα έπιανε φίδια και τα ' φέρ­νε στο χωριό να διασκεδάζει ο κόσμος. Μα η οχιά τον δάγκωσε. Και για να γλιτώσει, βύζαξε το σημείο του δαγκώματος φτύνοντας το δηλητήριο και βά­ζοντας το φίδι στον κόρφο του τράβηξε για το χωριό. Περνώντας από την Τρα­νή βρύση, επιδεικτικά τό 'δειχνε στις γυναίκες λέγοντας «Να δείτε το κρασάκι που θα πιούμε αύριο». Ανήμερα το Πάσχα, το χωριό γλένταγε. Θέλει να διασκεδάσει κι αυτός. Αλλά το δηλητήριο είχε κάνει την επίδραση του γιατί είχε βγάλει ένα δόντι και είχε στο στόμα του πληγή. Του δίνουν 5 - 6 κουταλιές ούζο, ανασταλτικό του δηλητηριάσματος, αλλά ο κίνδυνος είναι αναπόφευκτος. Έτσι ο αφελής έπαιξε με τη ζωή του. Και τη διασκέδαση του Πάσχα διαδέχτηκε η κηδεία του.

15. Το ματαβρήκε
Ο Νταρόγιαννης που το 'χε ως αρχή, κάθε Πάσχα έστελνε σε συγγενείς και φίλους από ένα καπόρι γιαούρτι. Το ίδιο έκανε κάποιο Πάσχα και στον Αλέ­ξη Δημόπουλο που τον είχε κάνει φρεσκοσυγγενή. Μα κείνος, επειδή υπήρχε μια διαφορά μεταξύ τσοπάνηδων και ιδιοκτητών αμπελιών στους βοσκότοπους γύρω από τ' αμπέλια, δε δέχτηκε το γιαούρτι και το γύρισε πίσω. Πέρασε όμως λίγος καιρός και το ματαβρήκε. Θέλοντας να εγκαταστήσει ένα ελαιοτριβείο στα Λουτρά Ηραίας, είχε ανάγκη από χρήματα. Έστειλε λοιπόν στο Νταρόγιαννη τη γυναίκα του να τον ενισχύσει και κείνος του 'δωσε όσα του ζήτησε.

16. Ο Δάσκαλος Ηλίας Μπούρας
Χρόνια υπηρετούσε στου Σέρβου ο Λαγκαδινός δάσκαλος Ηλίας Μπούρας με τα αξέχαστα και τα ωραία του. Δυο συγγενείς, ο «Στρατηγός» και ο «Μπουσμπούνης» που συχνά μάλωναν αλλά αμέσως τα φτιάνανε, κάποια μέρα λογομαχούσαν πεισματικά στο τουράκι της Κάτω-εκκλησιάς στη Ράχη και ο Μπουσμπούνης λέει έντονα στο Στρατηγό. Αυτά μονό ο Θεός τα ξέρει! Την ίδια στιγμή μπαίνει στη συζήτηση ο Μπούρας, με κείνο το ύφος και λέει στο Μπουσμπούνη:
- Εγώ δεν τα ξέρω; Και γω τα ξέρω!
- Και τί 'σαι συ που τα ξέρεις.
- Δάσκαλος είμαι και όλα τα ξέρω.
- Δεν τα ξέρεις! του αντιλέει ο Μπουσμπούνης. Ακούς! ξέρει του Θεού τα μεγαλεία!
Και σηκώνει αμέσως τη μαγκούρα να χτυπήσει το δάσκαλο. Μπαίνει όμως τότε στη μέση ο δάσκαλος Μήτσος Σχίζας κι ο Μπούρας γλίτωσε. Κάθε Σάββατο απόγευμα ο αείμνηστος Μπούρας, έφευγε για τα Λαγκάδια και τη Δευτέρα πρωί - πρωί, επέστρεφε στο σχολείο του. Κάποιο Σάββατο, φτάνοντας στο ποτάμι, στου Μπούφη, να σου μπροστά του κι ένα μαντρόσκυλο, που του επιτίθεται άγρια. Κίνδυνος να τον κατασπαράξει. Μα ο Μπούρας έχει το όπλο του. Ανοίγει την ομπρέλα και ο σκύλος απομακρύ­νεται. Και μας εδιηγείτο στο σχολείο: «Αντέστην δια του αλεξιβροχίου μου. Κύων, κύων, άπελθε απ' εμού του είπον κι ο σκύλος απεμακρύνθη». Ήταν μια χαρακτηριστική φυσιογνωμία ανθρώπου και δασκάλου που άφησε εποχή στο χωριό.

17. Μαθητικά καμώματα
Όλες οι εποχές των μαθητών έχουν τη δική τους ιστορία. Μαθητές Γυμνασίου η σειρά της ηλικίας Ηλία Δάρα, ο γιατρός ο Μπόρας, ο Νικήτας Σχίζας, ο ΙΙαρασκευάς ο Λιατσόπουλος, μήνα Σεπτέμβρη, νύχτα, πήγαν στ' αμ­πέλια της Κάπελης για σταφύλια, προτιμώντας το αμπέλι του ίδιου του αγρο­φύλακα Λια - Σχίζα. Δε φτάναν τα σταφύλια που πήραν, κάνανε ζημιά και στην τέντα του δραγάτη. Πάει λοιπόν στο αμπέλι ο δραγάτης και τι να ιδεί! Ζημιές, κακό! Παίρνει τότε εκτιμητή από το χωριό για να εκτιμήσει τη ζη­μιά τον ίδιο τον Ανδρέα Δάρα, πατέρα του Ηλία. Κοιτάζοντας όμως ο Λια - Σχίζας καλά-καλά τα παπούτσια του Ανδρέα, τις πατημασιές, μ' έκπληξη λέει στον Ανδρέα.
- Ρε Ανδρέα, ο Θεός να με συχω­ρέσει. Τούτη η αρβύλα με τις πρόκες μοιάζει με τη δική σου.
Και ήταν η ίδια αρβύλα! Τι είχε γίνει! Ο Ηλίας, ένας από την ομάδα των δραστών, για να μην τον ανακαλύψουν, είχε φορέσει τις αρβύλες του πατέρα του! Ο Μπάρμπα -Ανδρέας πλήρωσε τη ζημιά και ο Ηλίας έφαγε «παρά μία τεσσαράκοντα».

18. Ποδαρόδρομο από την Αθήνα
Ήταν η εποχή που κάποια αφεντικά της περιφέρειας (ένας Ράμος από τη Δημητσάνα), ρόγιαζαν στην Αθήνα τα έρμα απροστάτευτα μικρά εργατάκια, αντί για ένα κομμάτι ψωμί. Εκατό δραχμές το χρόνο ήταν όλη και όλη η πληρωμή και το ξύλο, στην ημερήσια διάταξη. Σ' αυτά τα γρανάζια, κάτω από την κακορίζικη φτώχεια, είχε πέσει στις αρχές του αιώνα, ορφανός από πατέρα, ο μικρός Γιαννέλης (Γιάννης Ι. Κλει­σούρας) . Κάτω απ' αυτή την πίεση ο μικρός, άπλερος μεροκαματιάρης μαζί και με το συμπατριώτη και συνομήλικό του Μαρίνη Π. Γκούτη, αναγκάστηκε να φύγει, από την Αθήνα και ύστερα από ποδαρόδρομο δέκα ημερών να φτάσουν στού Σέρβου.

19. Ο Ηγούμενος Δαυίδ
Μαστορόπουλο κοντά στον πατέρα του, τον πρωτομάστορη γερο - Δήμο, σαν τον μάλωσε ο πατέρας του για κάποιο λάθος, νύχτα, ο Διονύσιος (Δαυίδ) πήρε τα τσαρούχια στο χέρι και έφυγε για τη Μεσσένια. Σαν γίνηκε καλόγερος στη Μονή Βουλκάνου και στη συνεχεία Ηγούμενος, στα 1928, μια Κυριακή, μ' ένα κασμά στο χέρι, τον βλέπουμε να βάζει το νερό της βρύσης του Δημοκοίτη σ' αυλάκι προς την κατεύθυνση του Μπουλούτσου για να σβήσει το ασβέστι, να γίνει το νεκροταφείο οι «Άγιοι Θεόδωροι». Και ακόμα να παίρνει ένα τσουβάλι στον ώμο και να κάνει έρανο, μαζεύοντας σιτά­ρι, κριθάρι για να γίνει το έργο.

20. Πεθαίνουμε απαξάπαντες
- Ανάγκη να μας στείλετε κατεπειγόντως άλευρα. Μη βραδύνετε. Πεθαίνουμε απαξάπαντες! Μ' αυτά τα λόγια το Φεβρουάριο του 1956, που το χωριό μέρες είχε κλειστεί από τα χιόνια, ο πρόεδρος της Κοινότητας Γιώκος Δάρας με τηλεφωνική του επικοινωνία ζήτησε απαιτητικά από το Νομάρχη την αποστολή τροφίμων.
- Ανάψτε σε σημεία κατάλληλα φωτιές και το πρωί θα σα στείλω, απάν­τησε ο Νομάρχης. Και την επόμενη ένα αεροπλάνο κάνει την εμφάνιση του και ύστερα από γύρους αναγνώρισης έκανε ρίψεις αλευριού και σιταριού, σ' όλη την έκταση από τη Ζευγολατίτσα μέχρι το σπίτι του Γιωργιού. Το ίδιο αερο­πλάνο ακολούθως πήγε γα ρίψη στην Εύβοια, αλλά λόγω κακοκαιρίας έπεσε και φονεύτηκαν οι πιλότοι.
Στη μνήμη τους ο πρόεδρος έκανε μνημόσυνο και όλο το χωριό δάκρυσε!
Σε κάλεσμα των προέδρων Κοινοτήτων στην Τρίπολη, την ίδια χρονιά, ο Νομάρχης απένειμε κατ' εξαίρεση στις κοινότητες Σέρβου και Καστάνιτσας «Χρυσούν μετάλλιο», για έργα προόδου με πρώτο έργο τον άθλο των Σερβαίων, την κατασκευή του δημόσιου δρόμου 11 χιλιομέτρων Σαρρά - Σέρβου.

21. Και άλλες μνήμες
Να όμως που προβάλλουν μπρος μας και κάποιες άλλες θύμησες από τις ομορφιές της ζωής, εικόνες και χαρακτηριστικές μορφές Σερβαίων, πρόσωπα και γεγονότα, που σημαδεύουν τη ζωή των ανθρώπων της εποχής εκείνης.

Ο ΠΕΤΡΟΣ ΣΧΙΖΑΣ, προπάππους του δάσκαλου Γεωρ. Π. Σχίζα, εδώ κι εκατόν πενήντα χρόνια που ήταν αρραβωνιασμένος την κόρη του Παπανικόλα Δάρα Κανέλλα πήγε κάποτε να ιδεί τη νύφη στο σπίτι της. Η νύφη ήταν μόνη και για να μην τον δει κατέβηκε γρήγορα από την ξύλινη τράπα (καταπαχτή) στο υπόγειο κι έσπασε το πόδι της. Το δέσανε με καλάμια κι όταν ήρθε η ώρα για τα στέφανα πήγε στην εκκλησία κουτσή και έμεινε τέτοια, σ' όλη της τη ζωή.

ΕΝΑΣ ΑΛΛΟΣ ΓΑΜΠΡΟΣ, ο Ηλίας Αθ. Σχίζας (Γιαλαμάς) - όπως διηγιόταν ο ίδιος - πήγε και αυτός να ιδεί τη νύφη. Η νύφη κρύφτηκε, πήδησε από το παραπόρτι κι έφυγε.

Ο Β. ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ (Μητροβασίλης), όταν τραγούδαγε είχε τόσο διαπεραστική, αλλά και ωραία φωνή που μαγεύτηκε ακούγοντάς τον από μακριά στο Λυκούρεσι η Γιαννούλα και τον παντρεύτηκε

Ο ΓΙΑΝΝΗΣ Χ. ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ (Βασιλόγιαννης) τραγουδιστής και τύπος εύθυμος, έκανε ένα γάμο μόνος του. Χτίστης άριστος, όταν τελείωνε η οικο­δομή, όπως λένε, είχε την ικανότητα να στέκεται όρθιος στη γωνιά της κορφής του τοίχου με τα πόδια προς τα πάνω, για ν' αναγγείλει ότι το σπίτι τελείωσε.

ΠΡΩΤΟΣ ΕΠΙΣΗΜΟΣ καλεσμένος στα τραπέζια του γάμου που τον καλούσαν για την ωραία του φωνή ήταν ο γλεντζές και μερακλής Αριστείδης Βέργος. Ενώ δεν πήγανε πίσω κι ο άλλος γλεντζές Νικολάκης Μαραγκός, με τα πέντε καλοπεριποιημένα μουλάρια.

Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΧΟΡΕΥΤΑΡΑΣ με τα τσαλιμάκια του Γιάννης Ν. Δάρας, που χάθηκε από ατύχημα. Μαζί με το Ντόρο και τους λοιπούς νέους του χωριού, γλεντούσαν όλη νύχτα, δίνοντας όλη τη χάρη και άφησαν εποχή στο χωριό.

Ο Κ. ΜΠΑΚΡΑΤΣΗΣ (Ασίκης), όταν χόρευε στη ράχη και του 'πεφτε η σκούφια χορεύοντας μπροστινός,, δεν την έπαιρνε πριν τελειώσει ο χορός. Έπρεπε να πληρώνεις για να τον βλέπεις. Πολλές φορές άφηνε τα γιδοπρόβατα μόνα τους στους Αράπηδες, ερχόταν στου Σέρβου και έμενε παίζοντας όλη την ημέρα κολιτσίνα με το Βασίλη Μπόρα (Καυτσοβασίλη), που 'χε το καφενείο και τον περίμενε, γιατί και κείνος ήταν δεινός κολιτσιναδόρος. Άσε ο γερο - Παναγιάς που 'ρχόταν από τα γρέκι του στου Ραχιλίς κρέμαγε στο καφενείο την κάπα του και ώρες τον έβλεπες να παίζει και να προκαλεί τους άλλους για να τον κεράσουν ένα καφέ.

Ο ΜΠΑΡΜΠΑ - ΝΙΚΟΛΑΚΗΣ Ο ΔΗΜΟΣ {με την επιβλητική γενειάδα του, σε στιγμές κακοκαιρίας, βροχών και αστραπών, έβγαινε στο μπαλκόνι και με χαρακτηριστική κίνηση του χεριού σταύρωνε, εμπόδιζε τις θύελλες, τα νερά, για να μη γίνουν καταστροφές.

«ΤΟ 'ΧΕΙ ΓΕΜΑΤΟ το "ΠΟΥΓΚΙ», «έχει τον κόμπο». Έτσι λέγανε για όσους φύλαγαν τα λεφτά τους σε μια μικρή, με σούρα, σακκουλίτσα. Μονα­δικός σ' αυτό ήταν ο Διαμαντής ο Βέργος. Μία βιβλική μορφή Σερβαίου που δάνειζε τους συγχωριανούς και ξενοχωρίτες.

ΘΕΛΕΤΕ τώρα να μάθετε ποιος είχε το μεγαλύτερο βαγένι κρασιού; Ο Δημ. Παρασκευόπουλος (Σαμαράς) που έπαιρνε 1.000 μπότσες. (2.000 οκάδες) και χώραγε μέσα άνθρωπος για να το καθαρίσει.

ΕΙΚΟΣΙ ΠΕΡΔΙΚΕΣ σκότωσε μια μέρα στον αέρα, ο Ηλίας Παρασκευόπουλος (ή ΙΙερδικοφάγος), όπως του 'γραφε από τη Φλώρινα ο γιατρός Ι. Δημόπουλος. Δώδεκα λαγούς σκότωσε μια μέρα στο χιόνι ο Νταρόγιαννης, που τους μοίρασε στο χωριό. Ενώ δυο χιλιάδες λαγούς λογάριαζε πως είχε σκοτώσει στη διάρκεια του κυνηγητικού του βίου ο Ανδρέας Παγκράτης (Ασίκης).

Ο ΑΓΝΟΣ ΣΑΜΑΡΟΓΙΑΝΝΗΣ, που βρήκε κάποτε στην κουφάλα ενός δένδρου στο λόγγο του Κανελλάκια παγιδευμένο ένα κουνάβι, κατάλαβε ότι ή­ταν του Μπορόγιαννη κι έτρεξε αμέσως να το δώσει στο δικαιούχο. Αυτές τις αρχές είχαν τότε.

ΠΡΩΤΗ που τάφηκε στο καινούριο νεκροταφείο το 1927 ήταν η Γιωργίτσα Δ. Σχίζα (γρια - Δημητρού).

ΠΡΩΤΟΣ που ανέβηκε στην Κάτω - Εκκλησιά, γιατί οι άλλοι δίσταζαν και άρχισε το ξεσκέπασμα για να γίνει η κατεδάφιση και ανέγερση καινούργιας, ήταν ο Φώτης Σχίζας.

ΤΟ ΣΤΑΥΡΟ ΤΟΥ ΤΡΟΓΛΟΥ της ΙΙάνω - Εκκλησίας κατασκεύασε ο Θανάσης Παρ. Στρίκος με μάρμαρο από τους τάφους των Φώτη Δάρα και Πα­πα - Σχίζα. Το δε καλλιτεχνικό δάπεδο, είναι έργο κατασκευής των αείμνη­στων Κων. Α. Κωνσταντόπουλου και Αδάμ Παναγόπουλου, από τους Αράπηδες.

***
Αυτά και τόσα άλλα που τελειωμό δεν έχουν, ανοίγοντας τα αρχεία της μνήμης μου, μου φέρνουν στο νου θύμησες και εικόνες από τις εκδηλώσεις της ομαδικής ζωής των Σερβαίων. Με της ψυχής τα μάτια περπατώντας, στα χρόνια κείνα, βλέπω μπρος μου τις κοπέλες του χωριού με τις ολόλευκες τσεμπέρες κει στη Ζαχαρού να πηγαίνουν όλες μαζί ξέλαση, για να θερίσουν το χωράφι κάποιου συγχωριανού τους που είχε ανάγκη. Τις ακούω ακόμα και φτάνουν στ' αυτιά μου, μέσα στη σιγαλιά της νύχτας, κείνα τα γλυκόλαλα τραγούδια τους, καθώς σε άλλη ξέλαση είναι μαζεμένες στ' αλώνια του χωριού να ξεφυλλίσουν τ' αραποσίτια ή σε κάποιο σπίτι να ξάνουν μαλλιά. Βλέπω τους άνδρες, όλους φουστανελλάδες με μπροστινό του Μπάρμπα -Νικολάκη το Δήμο και μ' ένα κλαρί ελιάς μπρος στο σαμάρι του μουλαριού να ξεκινάνε για του Παλούμπα να παν να ψηφίσουν και το γερο - Νάσιο Στρίκο, που ανήκε σ' άλλο κόμμα κει στο Ψαραίικο, με το γκρα να στήνει καρτέρι να τους εμποδίσει και κείνοι να παίρνουν άλλο δρόμο! Εδώ φαντάζομαι και τον Παρασκευά το Βέργο, το παλληκάρι των Βεργαίων όπως τον 'λέγαν,. να βγαί­νει μπροστά στου Μπουλούτσου, με το ντουφέκι στο χέρι να εμποδίσει τον επί­σης λεβεντόκορμο Αριστείδη Βέργο να μην πάει αλλού και να τον ακολουθήσει να ψηφίσει το ίδιο κόμμα.
Να όμως τώρα και μια ομάδα προσκυνητάδων που έρχονται από τον Αγιώργη, να ξαναφαίνουν στου Λαχταρί λαμπροφορεμένοι, όλοι φουστανελλάδες και ο Θανάσης Ν. Σχίζας (Κακός) να στήνει πρώτος το χορό.
Να τώρα και ένα φανταχτερό συμπεθεριό καβαλαραίοι με πολύχρωμες κουβέρτες και λευκά σεντόνια πάνω στα ζώα που 'ρχεται από το Λυκούρεσι και πιάνει όλη την κορυφογραμμή από του Λαχταρί μέχρι το Τσιούμπι. Φέρ­νει κάποια νύφη από του Παλούμπα.
Κοντά σ' αυτά ξετυλίγονται μπρος μου μνημονικές εικόνες των πολέμων. Και φαντάζομαι, γιατί ο ίδιος υπηρετούσα τότε στα Αλβανικά σύνορα, τον πρό­εδρο της Κοινότητας Ανάσταση Παπαθωμόπουλο (Παυσανία), με την κήρυξη του πολέμου από τους Ιταλούς, να κτυπά την καμπάνα να μαζευτούν οι επίστρατοι και οι εκατόν πενήντα νέοι να ξεκινούν για τον πόλεμο.
Γεγονότα ιστορικής μνήμης και περιστατικά ανάμιχτα από χαρές και πίκρες, που δίνουν την εικόνα της ζωής ενός περασμένου κόσμου, των ανθρώπων μιας άλλης εποχής, που μέσα από τους .μόχθους και τα κονταροχτυπήματα της δικής τους μοίρας παρά τις σκληρές συνθήκες διαβίωσης, ένοιωθαν ευτυχείς ριζωμένοι στα πάτρια και ιερά, στη ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΓΗ.
Βασίλειος Δάρας


Share/Bookmark

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Αρτοζήνος το μυθικό βουνό




Δημοφιλείς αναρτήσεις

Επικοινωνία