της Μαρίας Παναγοπούλου
Μαζεμένες έπεφταν οι δουλειές τούτη την εποχή, και μάτια o κόσμος μας δεν είχε παρά μονάχα για τον ουρανό.
«Να κρατήσει ο Θεός», για να ξεχυθεί σε χωράφια, κήπους κι αμπέλια, για βότανο, φύτεμα, σκάλο...
Χρώματα, ήχους κι ευωδιές, μαλάματα τού φεγγαριού και του ήλιου, ποιος είχε μάτια να τα ίδεί και να τα προσέξει! Φύση δεν ήταν άλλο από το χώμα, το φτωχό και λίγο, που ήθελε ολοχρονίς «περέτεμα» για να δώσει ανάλογους - φτωχούς και λίγους - τους καρπούς του, για τη ζωή ανθρώπων και «ζωντανών».
Και για τα τσακισμένα από τον κάματο κορμιά, γλύκα περισσότερη από τον μολυβένιο ύπνο της νύχτας δε γινότανε...