Διαδρομή προς το χωριό Σέρβου - Slideshow          ΧΔ

Παρασκευή 24 Απριλίου 2015

on Δημοσίευση σχολίου

Ο Γκεσούλης - Διήγημα

Διήγημα: του Χρήστου Χριστοβασίλη

Γκεσούλης λέγουνταν εκείνο το λαμπρό σκυλί! 
Τ' όνομα του Γκεσούλη έχουν όλα τα σκυλιά που 'ναι στο κορμί μαύρα και άσπρα στο λαιμό και στην κοιλιά. Αυτό το είδος του χρωματισμού των σκυλιών έχει λευκώματα και στα ποδάρια, πότε στα τέσσερα και πότε σε λιγότερα, και κάτι καστανές γραμμές κάτω από τα μάτια. Τώρα γιατί τα σκυλιά πόχουν αυτόν τον χρωματισμό λέγουνται Γκεσούληδες, δεν μπορώ να σας το ειπώ, γιατί είναι ξένο προς το θέμα μας, κι έρχουμαι στο Γκεσούλη μου.

Η ιστορία που θα σας διηγηθώ τώρα έγινε στην Ήπειρο, και λέγω ιστορία, γιατί το διήγημα μου είναι αληθινό, κι ούτε πολλά χρόνια είναι πόγινε το πράμα.

Ο Γκεσούλης, μικρό κουταβάκι, πριν ανοίξει ακόμα τα μάτια του, είχε ριχτεί στο φάραγγα, είδος Καιάδα του χωριού, μ' άλλα έξι εφτά ομογέννητα αδερφάκια του, γιατί ο αφέντης της μάνας του, θέλοντας να δοκιμάσει την αξία όλων των κουταβιών που 'χε γεννήσει η σκύλα του εκείνες τες μέρες, τα 'βαλε όλα απάνω σ' ένα λυκοτόμαρο και μόνο δυο κουτάβια, που απ' όλα συνταράχτηκαν και σήκωσαν τη μύτη τους κι έβγαλαν ένα μικρό γουρλητό, αυτά κράτησε, για να βυζαίνουν το γάλα της σκυλομάνας, γιατί αυτά τα κουτάβια θα γίνονταν καλύτερα και φοβερότερα κι ως μαντρόσκυλα κι ως αυλόσκυλα και τ' άλλα τα πέταξε στο φάραγγα κρυφά από τη μάνα τους, που τ' αγαπούσε η καημένη όλα ίσια, κι είχε για το καθένα ξεχωριστό βυζί στην κοιλιά της.

Όταν πέταξαν τα κουτάβια στο φαράγγι, ο Γκεσούλης φαίνεται δεν είχε πάθει τίποτες από το πέταγμα κάτω στον φοβερό γκρεμό, και κατόρθωσε να ζήσει ένα ολάκαιρο μερονύχτι μέσα στο φάραγγα, όταν ένας κυνηγός, ο Λέντζος, κυνηγώντας αγρίμια, πέρασε από το μέρος εκείνο, που βρισκόταν ριγμένα τα κουτάβια, που μόνον ο Γκεσούλης μας ήτανε ζωντανός ακόμα και γουρλιόνταν το καημένο το ζώο από την πείνα κι από το κρύο, και, βλέποντάς το να παραδέρνει έτσι μόνο του μέσα στην ερημιά, το λυπήθηκε και το 'μασε από καταγής και το 'βαλε μέσα στο κυνηγοσάκουλό του. Ύστερα από λίγη ώρα, βρέθηκε σ' ένα μαντρί κοντά, που 'χε γαλάρια γιδοπρόβατα. Εκεί ζήτησε λίγο γάλα, κι ο πιστικός άρμεξε όλο το βυζί μιανής γίδας στο στόμα του κατανήστικου κουταβιού. Άμα το γάλα μπήκε στην κοιλούλα του, το κουτάβι άνοιξε για πρώτη φορά τα μάτια, και κοίταξε κατάματα τον κυνηγό, κι έκανε σα να 'θελε κάτι να του ειπεί, αλλά τι να του έλεγε ένα τέτοιο άλογο ζώο;

Να μην τα πολυλογούμε, σε τρεις τέσσερους μήνες απανωθιό, εκείνο το κουταβάκι είχε γίνει ένα ωραίο κι έξυπνο σκυλάκι, που ήταν ο μεγαλύτερος φύλακας του σπιτιού.

Στο σπίτι του κυνηγού ήταν πολλοί άντρες, γυναίκες και παιδιά, αλλά το Γκεσουλάκι, αν κι αγαπούσε όλη τη φαμίλια κι όλο το σπίτι, κι όλα τα ζώα του σπιτιού, ως και τες κότες ακόμα, γιατί μια μέρα ρίχτηκε να ξεσκίσει ένα γειτονικόν πετεινό, που κυνηγούσε ένα πετεινάρι του σπιτιού, και πρόφτασε να του βγάλει μόνο την ουρά, αγαπούσε όμως πλειότερο απ' όλους κι απ' όλα τον κυνηγό. Όταν έμπαινε ο κυνηγός μέσα στο σπίτι, το Γκεσουλάκι χοροπηδούσε από τη χαρά του και ρίχνονταν ως απάνω, σαν να 'χε φτερά. Τέλος από Γκεσουλάκι έγινε ένας φοβερός Γκεσούλης και, λέγοντας «Γκεσούλης» μέσα στο χωριό, εννοούσαν αυτόν.

Σ' αυτό απάνω ο ευεργέτης του Γκεσούλη, ο πολυαγαπημένος του απ' όλο το σπίτι, αφήνοντας το ντουφέκι του κυνηγιού, ξεκινούσε ένα πρωί για την ξενιτιά. Όλο το σπίτι κι όλο το χωριό τον συμπροβόδησαν ως το σύνορό τους, κι εκεί, κάτω από ένα μεγάλο πολύκλαδο και φουντωτό πουρνάρι, γένονταν ο πολύπικρος ξεχωρισμός! Τι δάκρυα, τι σιγοκλάματα, τι αναστεναγμοί, από τη γριά μάνα του, από τ' αδερφοξάδερφά του, κι από τη γυναίκα του και τι λύπη και τι κατήφεια απ' όλους τους χωριανούς! Το ύστερο σταυρωτό φίλημα και σφιχταγκάλιασμα ήταν της πικραμένης της μάνας του, και το ύστερο κατευόδιασμα της πανώριας και περίκαλλης γυναίκας του.

Η ξενιτεμένη συνοδεία τράβηξε και χώθηκε πίσω από ένα σκαπέτημα, και σπιτιακοί, συγγενήδες, γειτόνοι, φίλοι και λοιποί χωριανοί γύρισαν προς το χωριό... Αλλά λίγο έλειψε να λησμονήσομε τον καημένο τον Γκεσούλη! —ένα σκυλί...

Ο Γκεσούλης στάθηκε στο πουρνάρι, καθισμένος στα δυο του πισινά ποδάρια κι έβαλε μάτι για το δρόμο της ξενιτεμένης συνοδείας, ενώ κάποτε γύριζε και κοίταζε και τους άλλους, που γύριζαν στο χωριό.

Σε λίγο, που κρύφτηκαν κι αυτοί πίσω από μια ραχούλα, ο Γκεσούλης άρχισε να γυρίζει γλήγορα γλήγορα το κεφάλι του, πότε προς το δρόμο που είχε πάρει ο ξενιτεμένος, και πότε προς το δρόμο του χωριού, σαν πετροπέρδικα που φοβάται να μην τη σκιώσει το γεράκι. Τέλος έκανε τίναγμα ξαφνικό και ρούπησε κατά το δρόμο του ξενιτεμένου!

Πέρασαν τέσσερα χρόνια ολάκαιρα από τότε. Ο ξενιτεμένος, αφού έκανε γερό πουγγί στην Αθήνα, ως ψωμάς, ξεκίνησε για την πολυπόθητη πατρίδα, μαζί με τον αγαπημένο του τον Γκεσούλη. Στο ξεκίνημα του είχε κολλήσει κι ένας χωριανός του, που η τύχη δεν τον είχε χαϊδέψει καθόλου από τη μεγάλη του ακαματιά. Αυτός ο χωριανός του λέγονταν Φετάνης και γνώριζε πόσο παχύ ήταν το πουγγί του Λέντζου. Φτάσανε μαζί στην Άρτα. Εκεί ο Λέντζος είδε ένα όμορφο μουλάρι και το αγόρασε για το σπίτι, και την άλλη ημέρα πρωί πρωί ξεκινήσανε για τα Γιάννενα: ο Λέντζος καβάλα κι ο Φετάνης με τον Γκεσούλη πεζοί. Ο δρόμος από την Άρτα ως τα Γιάννινα είναι μια ολάκαιρη μέρα αλλά, για να φτάσει κανείς σε μα μέρα από την Άρτα στα Γιάννινα, πρέπει να ξεκινήσει πρωί και να μη χασομερήσει στο δρόμο. Το χωριό των ξενιτεμένων ήταν άλλες έξι ώρες πέρα από τα Γιάννινα.

Ο Φετάνης στο δρόμο αρρώστησε από πονόκοιλο και πήγαινε «στάσου εδώ» και «στάσου εκεί». Ο Λέντζος, κι επειδή τον λυπήθηκε κι επειδή ήθελε να φτάσει το βράδυ στα Γιάννινα, κατέβηκε από το μουλάρι κι έβαλε τον Φετάνη καβάλα, αλλ' ο Φετάνης κοντοβαστούσε το μουλάρι, λέγοντας ότι το γοργοπερπάτημα του μουλαριού τού μεγάλωνε τον πόνο. Να μην τα πολυλογούμε, όταν ο ήλιος κοντοβασίλευε, η συντροφιά βρίκονταν τρεις ώρες μακριά από τα Γιάννινα. Ήταν Αύγουστος μήνας και το νυχτοπερπάτημα πλειο ευχάριστο.


Από λίγο λίγο ο ήλιος κατέβαινε φλογερός πίσω από το βουνό του Μακρυαλέξη, σέρνοντας πίσω του ολάκαιρη χρυσή ουράνια λίμνη. Λίγο λίγο πάλι εκείνη η χρυσή λίμνη έγινε χάλκινη κι η χάλκινη μολυβένια, τ' αστέρια άρχισαν ν' ανάβουν ένα ένα στον ουρανό, κι η νύχτα αγκάλιασε τον κόσμο στα καταμέλανα φτερά της. Τότε ο Φετάνης γυρίζει και λέγει του Λέντζου, που έρχονταν από πίσω τραγουδώντας:

—Έλα να καβαλικέψεις, εσύ, γιατί μ' άφησ' ο πόνος. Σταμάτησε το μουλάρι, ξεκαβαλίκεψε και καβαλίκεψε ο Λέντζος. Ξακολούθησαν έτσι ως μια ώρα δρόμο, όταν έφτασαν σε μια ράχη, οπούθε φαίνονταν τα Γιάννινα μέσα στη σκοτεινιά της νύχτας, με τα πολλά τους φώσια, σαν απέραντο πάπλωμα, κεντημένο με χρυσά αστέρια. Σ' αυτή τη μεριά ο Φετάνης λέγει του Λέντζου:

—Έχ'ς ένα τσιγάρο;

Ο Λέντζος σταμάτησε το μουλάρι κι έβγαλε ένα τσιγάρο, κι ενώ άπλωνε να το δώσει του Φετάνη, αυτός αντί να πάρει το τσιγάρο, του δίνει μια βαθιά μαχαιριά στα πλευρά!

—Άπιστο σκυλί, μ' έφαγες!

Πρόφτασε μόνο να ειπεί ο Λέντζος κι έπεσε καταγής νεκρός. Ο Γκεσούλης έτρεξε στην απελπισμένη φωνή τ' αφέντη του και, τη στιγμή που ο φονιάς άπλωνε το άτιμο χέρι του να βρει τη γεμάτη σακούλα, το στόμα του πιστού σκυλιού του τ' άρπαξε. Σκυλί και φονιάς πάλευαν ο ένας με το φονικό μαχαίρι κι ο άλλος με τα δόντια. Ώρες βάσταξε το πάλαιμα, κι ο φονιάς, βλέποντας ότι δε μπορούσε να βάλει χέρι στο άψυχο κορμί και ν' αρπάξει τους κόπους και τους ίδρους τεσσάρων χρόνων, αναγκάστηκε ν' απομακρυνθεί και να φύγει. Εννοείται ότι, αν ο φονιάς είχε ένα πιστόλι, θα ξαπλώνονταν κι ο Γκεσούλης νεκρός στο πλάγι τ' αφέντη του. Αλλά οι δολοφόνοι δεν αγαπούν τα βροντερά όπλα και πάντα προτιμούν το βουβό μαχαίρι.

Φεύγοντας ο φονιάς, ο πιστός Γκεσούλης ζύγωσε το νεκρό, στρώθηκε καταγής και, βάζοντας το κεφάλι του ανάμεσα στα μπροστινά του τα πόδια, άρχισε το λυπητερό γουρλητό ως το πρωί, κλαίγοντας τον πολυαγαπημένο του, τον αφέντη κι ευεργέτη του.

Εκείνο το πρωί μια συνοδεία χριστιανών από τα πλησιόχωρα, άντρες και γυναίκες, άλλοι καβάλα κι άλλοι πεζοί, πηγαίνοντας για τα Γιάννινα, έπεσαν απάνω στο σκοτωμένο. Ιδώντας αυτό το φοβερό δράμα, αποφάσισαν να φορτώσουν τον νεκρό στο μουλάρι του, που βοσκούσε ξέγνοιαστο εκεί κοντά και να τον παν στη Μητρόπολη. Ο Γκεσούλης δεν έκανε καμιάν αντίσταση κι ακολούθησε τη νεκροπομπή με το κεφάλι κάτω και την ουρά στα σκέλια, βαδίζοντας στο πλάγι του μουλαριού, που 'χε φορτωμένο τον αφέντη του.

Στη Μητρόπολη, όπου ξεφόρτωσαν τον νεκρό κι όπου παραβρέθηκαν κι αντιπρόσωποι της Αρχής, έγινε σωματική έρευνα και βρέθηκαν απάνω του διακόσιες τόσες λίρες κι ένα γράμμα της γυναίκας του, κι απ' αυτό το γράμμα γνωρίστηκε ποιος ήταν ο σκοτωμένος κι από ποιο χωριό κατάγονταν.

Αμέσως ειδοποιήθηκαν τ' αδέρφια του κι η μαυρισμένη η γυναίκα του, κι ήρθαν και πήραν το άψυχο κουφάρι του, με τα χρήματα, το μουλάρι, το φόρτωμα και τον πιστό το Γκεσούλη και πήγανε στο χωριό να του κάνουν το ξόδι.

Δυο τρεις μέρες υστερότερα παρουσιάστηκε στο χωριό κι ο Φετάνης κι έκανε πως λυπόνταν κι αυτός για το φόνο του Λέντζου. Δεν απόκρυψε όμως ότι ξεκίνησαν μαζί από την Αθήνα, γιατί θα μαθεύονταν, ότι βγήκανε μαζί στο τούρκικο από της Άρτας το γεφύρι, δηλαδή κι αυτό θα μαθεύονταν από πολλούς χωριανούς του, που βρίσκονταν στην Αθήνα και στην Άρτα, κι ότι ενώ ο Λέντζος τράβηξε για τα Γιάννινα καβάλα, αυτός λοξοδρόμησε στη Φιλιππιάδα, με την ιδέα να βρει εκεί καμιά δουλειά. Όλοι πίστεψαν τα ψεύτικα του τα λόγια, γιατί κανενός δεν μπορούσε να περάσει από την ιδέα ότι αυτός ήταν ο φονιάς.

Ύστερα από λίγες μέρες ο Φετάνης, κατά το συνήθειο του τόπου, πήγε στα Λεντζέικα να παρηγορήσει, κι εκεί που ανέβαινε τες σκάλες τον λόγιασε ο Γκεσούλης, που κείτονταν θλιμμένος σε μια άκρα της αυλής. Όρμησε απάνω του σα μολύβι και του ρίχτηκε με μεγάλη έχτρητα. Φετάνης και Γκεσούλης κουτρουβαλιάστηκαν στα σκαλοπάτια. Έτρεξαν να τους χωρίσουν άντρες και γυναίκες από μέσα από το σπίτι, κι ο Φετάνης, για να γλιτώσει, έβγαλε το φονικό του μαχαίρι να χτυπήσει τον Γκεσούλη, τον μόνο μάρτυρα του κακουργήματος του. Εκείνη τη στιγμή ένας από τους Λεντζαίους, για να γλιτώσει το σκυλί, αρπάζει το μαχαίρι που έφερε ακόμα το αίμα του δολοφονημένου απάνω στο λεπίδι σκουριασμένο*. Ο Φετάνης άλλο από την επίθεση του Γκεσούλη, κι άλλο από το άρπαγμα του φονικού μαχαιριού, νόμισε ότι κάποιος τον είχε προδώσει και φώναξε απελπισμένα:

—Ήμαρτον! ήμαρτον! Μη με σκοτώνετε! Σχωράτε με! Εγώ το 'κανα και σεις να μην το κάνετε!

Οι Λεντζαίοι κατάλαβαν από τα λόγια του ότι αυτός ήταν ο φονιάς του ανθρώπου τους και τον έπιασαν για τα καλά. Σε λίγο μαζεύτηκαν οι γειτόνοι κι όλο το χωριό. Ο φονιάς παραδόθηκε δεμένος στη Δημογεροντία, κι η Δημογεροντία τον έστειλε στον Πασιά στα Γιάννινα.

Ο Γκεσούλης, αφού έσωσε την περιουσία των ορφανών, μην αφήνοντας τον φονιά να πάρει τη σακούλα του σκοτωμένου, κι αφού παράδωκε και τον φονιά κι έκαμε τέλεια το χρέος του, ψόφησε απάνω σε σαράντα μέρες!

Είπαν ότι ψόφησε από τη λύπη του!


* Υπάρχει μια λαϊκή πρόληψη, ότι το ανθρώπινο αίμα δεν καθαρίζεται ποτέ από το σίδηρο και ότι το φονικό μαχαίρι, καθώς και κάθε φονικό άρματο, διώχνει τους δαιμόνους τη νύχτα.



Share/Bookmark

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Αρτοζήνος το μυθικό βουνό




Δημοφιλείς αναρτήσεις

Επικοινωνία