της Μαρίας Παναγοπούλου
«... Τον Νυμφώνα σου βλέπω, Σωτήρ μου, κεκοσμημένον...»
Παίρνει τη στράτα ο νους για το χωριό, προσταγμένος άπ' την καρδιά που λαχταράει αισθανθεί σαν τότε, και δεν το μπορεί εδώ στις εκκλησίες της πολιτείας, με τ' ασημοκάντηλα, τους καλλίφωνους ψάλτες, και τους ηλεκτρικούς πολυελαίους, με το καταλυτικό τους φως...
Εκεί, στην ταπεινή κι απέριττη εκκλησούλα του, στη γαλήνη της φύσης, θα μπορέσει να ξαναζήσει το αλλιώτικο των ημερών της Μεγάλης Βδομάδας.
Από την ευωδιαστή Κυριακή του «Βαγιώνε» ίσαμε τη Λαμπρή στιγμή της Ανάστασης θα παρακολουθήσει στις «ολονυχτίες» που λυπητερά σημαίνει η καμπάνα βήμα το βήμα, ανάσα την ανάσα, τα Θεία Πάθη.
Μεγαλοβομάδα! Ανάκατα, πίκρα κι απαντοχή, ένα ποτάμι από κατράμι και μέλι, που κυλάει, κυλάει παντού...
Βάγια και αλαλαγμοί χαράς υποδέχονται το Χριστό στα Ιεροσόλυμα την Κυριακή του «Βαγιώνε».
Το βράδυ της ίδιας ημέρας, τ' ανόθευτα μυρωδάτα κεριά, δακρύζοντας φωτίζουν τον Καταστόλιστο Νυμφώνα του Πρωινού Θριαμβευτή.
Λύπη βαθιά κατέχει την ψυχή, γιατί δεν έχει ένδυμα να μπει και μαζί με τους ψάλτες παρακαλεί: «...Λάμπρυνόν μου την στολήν της ψυχής...»
Κι ενώ ο Νυμφίος πορεύεται, οι νοικοκυράδες, με τ' όραμα της Μεγάλης Γιορτής του Θριάμβου, ετοιμάζονται.
Κάτασπροι πρέπει να βρεθούνε οι τοίχοι μέσα κι έξω. Πλυμένα τα στρωσίδια του σπιτιού, τριμμένα και γυαλισμένα τα εικονίσματα και τα «Ναχρικά».
Μ' ένα καινούργιο φόρεμα τα κορίτσια. Με κάτι καινούργιο όλοι. Ἐνα ζιλέ, ένα ζευγάρι παπούτσια...με άσπρες λαμπάδες οι αρραβωνιασμένες κοπέλλες... Οι μαστόροι, μπουλούκια μπουλούκια, γυρίζουν από το ταξίδι με λεφτά και καλούδια.
Ανύποπτα χοροπηδάνε στις αυλές, και γεύονται τη χλόη και το γάλα τ’ αρνάκια και τα κατσικάκια που θα σφαχτούν στη χαρά της Γιορτής, να φράνουν τις καρδιές και τη γέψη, ύστερα από τη νηστεία τής Μεγάλης Σαρακοστής.
Κι ο Νυμφίος πορεύεται... Δες την αμαρτωλή γυναίκα που του μυρώνει τα πόδια και τα σκουπίζει, με τα μακριά πανέμορφα μαλλιά της...
Να τος στον κήπο της Γεθσημανή ολομόναχος να προσεύχεται δειλιασμένος για λίγο.
«... Πατέρα, αν είναι δυνατόν, ας μην πιώ το ποτήρι ετούτο... Μα πάλι ας γίνει το δικό σου θέλημα...»
Και δέχεται το φίλημα τής προδοσίας...
Κατάρες για τον Προδότη και μίσος.
Ο Άκακος δεν κατάφερε να μας πείσει με την Ανεξικακία του!...
Μεγάλη Πέμπτη: Κόκκινα αβγά και Λαμπροκουλούρες. Όλοι στο πόδι, να ετοιμαστούμε ως το μεσημέρι. Γιατί το βράδυ, μέσ’ από τα δώδεκα Εύαγγέλια, θα ιδούν τα μάτια μας όλο το δράμα. Και μαζί με τα κεριά, θα κλαίμε... θα κλαίμε...
Στο πλάι μας, κι η λυπημένη Παναγιά, οι φίλοι του Χριστού κι οι μαθητές του. Οργισμένοι φωνάζουν το «σταυρωθήτω», εκείνοι που είχαν δεχτεί την Αγάπη του, ερεθισμένοι από τους Γραμματείς και Φαρισαίους. Η Υποκρισία γυρεύει νερό να ξεπλύνει τα χέρια της, ενώ Εκείνος απλώνει τα δικά του στο Σταυρό...
Κι η καμπάνα πένθιμα τονίζει: «... Σήμερον κρεμάται επί ξύλου...»
Μεγάλη Παρασκευή: Η Ζωή εν Τάφω!... Τα όμορφα λουλούδια τής Ἀνοιξης τεντώνουν τα λαιμουδάκια τους. Γυρεύουν να μπουν στο ματσάκι που θα στολίσει του Ωραίου τον Τάφο...
Κι ο ουρανός λυπημένος... Βαρύς! Κι η καμπάνα να κλαίει.
«... Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα.,.».
Πίνουμε ξύδι με χολή, για να μην αισθάνεται μόνος. Κι οι νεκροί μας, έχουν τη χάρη τους σήμερα. Ἐνα πρόσφορο, τα κεριά τους, ένα πιάτο «σπειριά», χαιρετίσματα...
Το βράδυ, ολόγυρα στον Επιτάφιο, που μοσχοβολάει δεντρολίβανο, δυόσμο κι αγριολούλουδα, λέμε με «πάσας τας γενεάς» το μοιρολόι: «Ό Ωραίος κάλλει καθοράται Νεκρός...»
Κι απέ τον βγάζουμε με τα κεριά στα χέρια μέσα στ’ αυτοσχέδια χάρτινα φανάρια μας. Μικροί και μεγάλοι. Μόνο οι ανήμποροι λείπουν, κι οι πολύ γέροι. Μα τα λιβανιστήρια στις μάντρες μας διαψεύδουν...
Αντίκρυ απ' το χωριό, στου Λυκούρεσι, στου Ψάρι, συνοδεύουν κι εκείνοι το δικό τους Χριστό. Και πίσω από τα σκοτεινά ακίνητα βουνά μας, γίνεται το ίδιο τούτη την ώρα. Ο Ωραίος Νεκρός ανήκει στον καθένα χωριστά, και σ' όλους μαζί τούς Ανθρώπους.
Τις πιό γλυκιές μοσκοβολιές της προσφέρει, θυμίαμα, η Ανοιξη. Κι η καμπάνα θρηνεί... Θρηνεί ακατάπαυστα...
Μεγάλο Σάββάτο: Εκείνος κοιμάται γαλήνια, στον απαλό μυρωμένο του τάφο. Τον προσκυνάμε, δίχως λύπη πιά, γιατί σε λίγες ώρες θ ‘ακουστεί το χαρμόσυνο μήνυμα:
Χριστός Α ν έ σ τ η!
Στόμα το στόμα, θα φτάσει ως της γης τα πέρατα. Η Νίκη της Ζωής στο Θάνατο!...
Αλαφιασμένος θα τρυπώσει ο φόβος στα φαράγγια, κι οι δειλοί θα κρυφτούν...
Μιά Μεγάλη Γιορτή! Πιό Μεγάλη από κάθε Μεγάλο!
Μιά Γιορτή που, στα λόγια, Μικραίνει.
Και μόνο στο χορό που ανάβει στη «Ράχη» μετα την ακολουθία της Αγάπης, ίσως μπορεί να χωρέσει...
«... και κουδουνίζανε τα γυαλικά στα ράφια...» τότε!...
Γλυκόπικρες αλήθεια πούνε οι θύμησες!...
Φτωχός που θάταν ο καιρός, αν η καρδιά μας δεν τις συντηρούσε!...
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου