Αναδημοσίευση
Πηγή: ιστοσελίδα του χωριού Ψάρι Ηραίας
και εκ μεταφοράς από το βιβλίο του Νίκου Χ Ζαφειρόπουλου «Ψάρι Ηραίας Γορτυνίας»
Είχε τελειώσει πρίν ένα χρόνο το στρατιωτικό ο Κωνσταντής και ήρθε η σειρά του να παντρευτεί.
Έβλεπε τα άλλα παιδιά που είχαν παντρευτεί και του άναβαν τα αίματα.
Έβαλε φίλους και δικούς, έβαλε κλωνιά στ' αδράχτι, να του βρουν νύφη γεροδεμένη, μπρατσάτη και καγκελοφρύδα.
Έβλεπε τα άλλα παιδιά που είχαν παντρευτεί και του άναβαν τα αίματα.
Έβαλε φίλους και δικούς, έβαλε κλωνιά στ' αδράχτι, να του βρουν νύφη γεροδεμένη, μπρατσάτη και καγκελοφρύδα.
Βρέθηκε και η νύφη, η μέρα που θα την γνωρίσει πλησιάζει, άρχισαν οι προετοιμασίες.
Το πρώτο θέμα που έπρεπε να κουβεντιάσουν ήταν η προίκα, αυτή ήταν ένα χωράφι από τη μέση και πάνω ή κάτω. Ο Κωνσταντής που γνώριζε το χωράφι πρίν γνωρίσει τη νύφη, ήθελε από τη μέση και πάν.
Άρχισαν οι προετοιμασίες, το πρώτο ήταν το κούρεμα με προβατοψάλιδο, κατόπιν το λούσιμο, αλλά το πρόβλημα λύθηκε σύντομα.
Κούρεψαν μια προβατίνα, έπλυναν τα μαλλιά και με το νερόμαλλο έλουσαν τον Κωνσταντή, στο τέλος τον ξούρισαν. Βρήκαν ελάττωμα στο κουρεμένο του μαλλί που έμοιαζε με σκαντζόχειρου, τι να κάνουν, τον έλουσαν με τυρόγαλο για να σταθεί, στη στάνη υπήρχε άφθονο.
Καθ' οδό για τη νύφη, γίνονταν οι ανάλογες προετοιμασίες, ο τρόπος συμπεριφοράς του γαμπρού και το πώς θα αντιληφθεί ο προξενητής, εάν του αρέσει ή όχι η νύφη.
Η συμφωνία ήταν, εφ'όσον του αρέσει, να καθίσουν για φαγητό, εάν όχι, θα φύγουν με το αιτιολογικό, μόλις φάγαμε.
Έφθασαν στο χωριό, τους υποδέχτηκαν με εγκαρδιότητα.
Η νύφη, από κάποια τρύπα της μισάντρας κοιτούσε το γαμπρό, δεν ήταν όμως και απαραίτητο, οι γονείς αποφάσιζαν. Άρχισαν να πίνουν τα κρασιά τους, τα ρακιά τους και στη φωτιά τσιτσίριζε ο καγιανάς.
Η μυρωδιά και η πείνα έκαναν τον γαμπρό να ξεχάσει τα συμφωνηθέντα από πρίν με τον προξενητή.
Πεινάς Κωνσταντή; εγώ κάπως δεν πεινάω, εσύ τι λές;
Mαταλαβαίνω από την πείνα, ούτε γκόρτσο, ούτε νερό έχω βάλει στο στόμα μου.
Τότε, βάλτε να φάμε, να μη σας προσβάλουμε.
Το φαγοπότι άρχισε, τα ποτήρια τα τσιγκρούσαν, οι πρώτες ευχές άρχισαν, καλά στερεώματα, η ώρα η καλή και τέτοια ωραία.
Ο γαμπρός δεν καταλάβαινε τι γινόταν γύρω του, πίνει το κρασί του, το ξαναπίνει και στο τέλος αναφωνεί:
πάντα τέτοια και του χρόνου!!
Ο γαμπρός δεν καταλάβαινε τι γινόταν γύρω του, πίνει το κρασί του, το ξαναπίνει και στο τέλος αναφωνεί:
πάντα τέτοια και του χρόνου!!
Στο τέλος, πριν φύγουν, ο γαμπρός ζήτησε καφέ αλλά ο προξενητής τον καθησύχασε ότι δεν πάει καφές μετά το φαγητό γιατί τα πρόβατα θα φύγουν από το κοπάδι.
Τελικά τους αποχαιρέτησαν και έφυγαν.
Μόλις σκαπέτησαν από το σπίτι, ρωτά ο προξενητής το γαμπρό:
Σου άρεσε η νύφη;
Ρε φεύγα από κει με τη σουρουμπουμπλού.
Στη στράτα τη κουβεντιάζαμε; Γιατί καθίσαμε να φάμε;
Μα....αφού πείναγα.
Συ πείναγες, αλλά εγώ εκτέθηκα.
Εεε ... ...τότε πάμε να την πάρουμε.
Ρε φεύγα από κει με τη σουρουμπουμπλού.
Στη στράτα τη κουβεντιάζαμε; Γιατί καθίσαμε να φάμε;
Μα....αφού πείναγα.
Συ πείναγες, αλλά εγώ εκτέθηκα.
Εεε ... ...τότε πάμε να την πάρουμε.
Τελικά ο λόγος είναι λόγος , αυτοί παντρεύτηκαν και έζησαν καλά και εμείς ακόμα καλύτερα.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου