(του Γιάννη Νικ. Δάρα)
Σαν παιδιά, με τα κριτήρια της εποχής εκείνης τουλάχιστον, είμαστε καλά παιδιά. Τα όσα μας έλεγαν οι μεγαλύτεροι, ή γονείς μας ήσαντε ή μπαρμπάδες ή γείτονες ή και περαστικοί, τ' ακούγαμε χωρίς αντιλογίες. Τους δασκάλους μας και στην εφηβεία μας τους καθηγητές μας, τους σεβόμαστε ακόμα περισσότερο, αλλά και αυτοί αξίζανε πράγματι τον σεβασμό και την εκτίμηση. Αισθάνομαι τον πειρασμό να πω ένα σωρό πράματα για την αξιοπρέπεια, τη σοβαρότητα και την αφοσίωση στο καθήκον αυτών των ανθρώπων, αλλά εδώ θέλω να καταπιαστώ με μια ιστοριούλα, από κείνα τα παιδικά μας ωραία και ξένοιαστα χρόνια ενώ έπρεπε να κάνω και ένα μικρό πρόλογο για να μπω στο κλίμα της εποχής εκείνης.
Σαν παιδιά, με τα κριτήρια της εποχής εκείνης τουλάχιστον, είμαστε καλά παιδιά. Τα όσα μας έλεγαν οι μεγαλύτεροι, ή γονείς μας ήσαντε ή μπαρμπάδες ή γείτονες ή και περαστικοί, τ' ακούγαμε χωρίς αντιλογίες. Τους δασκάλους μας και στην εφηβεία μας τους καθηγητές μας, τους σεβόμαστε ακόμα περισσότερο, αλλά και αυτοί αξίζανε πράγματι τον σεβασμό και την εκτίμηση. Αισθάνομαι τον πειρασμό να πω ένα σωρό πράματα για την αξιοπρέπεια, τη σοβαρότητα και την αφοσίωση στο καθήκον αυτών των ανθρώπων, αλλά εδώ θέλω να καταπιαστώ με μια ιστοριούλα, από κείνα τα παιδικά μας ωραία και ξένοιαστα χρόνια ενώ έπρεπε να κάνω και ένα μικρό πρόλογο για να μπω στο κλίμα της εποχής εκείνης.
Στα Λαγκάδια, μέναμε σε σπίτια (με ένα ή δύο δωμάτια) δύο, τρεις ή και τέσσερις μαζί, και συνήθως αδέλφια ή συγγενείς. Εγώ έμενα με τ' αδέλφια μου και με ένα άλλο παιδί, πού αν και ήτανε ένα χρόνο μικρότερο μου, ήτανε ομολογουμένως πιο φρόνιμο από μένα. Κατάφερα όμως και το παρέσυρα σε μια παλιανθρωπιά όπως θα χαρακτηρίζαμε τότε αυτό πού κάναμε οι δυο μας, μια νύχτα αρχές κάποιου Ιουνίου που είχαμε τελειώσει τα περισσότερα διαγωνίσματα, με κίνδυνο να μην έχουμε μούτρα να σηκώσουμε τα μάτια στους γονείς μας και κυρίως στους καθηγητές μας, αν μαθαινότανε.
Εκεί δίπλα στο μονοπάτι Σέρβου-Λαγκάδια, στην θέση κάτω Τζικούλα, ανάμεσα στις φτέρες και τις μουρτζιές ήσαντε δύο πετροκερασιές.
Όταν περνάγαμε και βλέπαμε τα κεράσια ώριμα, τα λιμπιζόμαστε τ' άτιμα τόσο πού δεν περιγράφεται. Τότε βλέπεις, δεν υπήρχαν τόσα καλούδια σαν τα σημερινά. Όμως ούτε κατά διάνοια ν' απλώσουμε χέρι. Ο ιδιοκτήτης εντούτοις (ο Παναγιώτης Καγιούλης), όταν λείπανε κεράσια ή του φαινότανε ότι λείπανε, το 'ριχνε στα Σερβιωτόπουλα. Είχε φτάσει και στ' αφτιά των καθηγητών μας. Αυτό εγώ το θεωρούσα μεγάλη αδικία και προσβολή, ενώ δεν υπήρχε δυστυχώς κάποιος τρόπος διάψευσης. Το μόνο πού σκέφτηκα ότι θα μπορούσε κάπως ν' αποδώσει το δίκιο ήταν να πάει κάποιος να τις ρημάξει, αλλά ποιος όμως και πως και πότε. Το σκέφτηκα από δω, το σκέφτηκα από κει και τελικά αποφάσισα ότι θα μπορούσα να το κάνω εγώ. Από την μια μεριά ήταν σίγουρα μια κακή πράξη. Το καταλάβαινα πολύ καλά. Από την άλλη όμως... μας έκανε ο ιδιοκτήτης άδικα ρεζίλι κάθε χρόνο. Για να επιβεβαιωθώ κυρίως για τους λογισμούς μου, το συζήτησα με τον συγκάτοικό μου, που του είχα απόλυτη εμπιστοσύνη για την κρίση του, την εχεμύθεια του, την ειλικρίνεια του, για όλα. Και αυτός το βρήκε σωστό και αφού τον θεωρούσα και πιο φρόνιμο από μένα, η απόφαση να πούμε, για την αφεντιά μου είχε επικυρωθεί. Τον ήθελα όμως και συνένοχο και έτσι του πρότεινα να το κάνουμε μαζί, και αυτός το δέχτηκε με ενθουσιασμό. Αυτές οι δουλειές δεν γίνονται χωρίς ενθουσιασμό και μάλιστα η συγκεκριμένη, όπως την σχεδιάσαμε και την εκτελέσαμε.
Όταν οι Λαγκαδινοί και οι Μπουφαίοι, όσοι δεν είχανε διαγωνίσματα βέβαια, αποκοιμηθήκανε, θα 'τανε δηλαδή γύρω στις 11 η ώρα το βράδυ, πήραμε ένα σακούλι ράσινο, αν και ξέραμε ότι τα κεράσια δεν είχανε γίνει ακόμα - για την αλήθεια μόλις αρχίζανε να ροδίζουνε - και κατηφορίσαμε στα σπάρτα, κάτω από τη γειτονιά του Αγιώργη, κρυφά απ' όλους, για την επιχείρηση. Με το που φτάσαμε απέναντι από το μύλο του Ντέλλα, αρχίσανε να γαβγίζουνε κάτι παλιόσκυλα, αλλά θέλεις ότι τρέχαμε σαν αίλουροι μεσ' στο ρέμα, θέλεις ότι είμαστε πολλοί γρήγοροι δεν προλάβανε καν να αντιδράσουνε και να μας πάρουνε από πίσω. Βρεθήκαμε σε λίγα λεπτά κάτω από τον Άγιο Νικόλα και κάναμε το Σταυρό μας (βόηθα Άγιε Νικόλα.... βάλε και συ το χέρι σου). Εμείς ήδη είχαμε βάλει τα πόδια μας και τρέχοντας περάσαμε αθόρυβα σα σκιές το κύριο ρέμα του Μπούφη, περάσαμε και το μυλαύλακο πού πήγαινε στου Βουτυριά το μύλο. Ξαφνικά κι' άλλα γαβγίσματα. Δεν λογαριάζαμε μη μας δαγκώσουν τα σκυλιά. Το ν΄αντιμετωπίσουμε οποιαδήποτε σκυλιά, ήταν για μας παιχνιδάκι και μάλιστα διασκεδαστικό, αρκεί να είχαμε πέτρες, και από πέτρες... άλλο τίποτα. Η ανησυχία μας ήταν μην ξυπνήσουνε τίποτα νοικοκυραίοι. Πάνω από το μυλαύλακο ήτανε κάτι ποτιστικά με αραποσίτι και κάτι μισοζευγές με πατάτες, και πάρα πέρα, κάπου αριστερά μας, στην αρχή της κάτω Τζικούλας ένα σπίτι, που στην μνήμη μου έρχεται σαν μια εικόνα ενός σπιτιού με τοίχους από ακόνι και με ένα γαλάρι στο πλάι. Κανείς όμως δεν μας πήρε χαμπάρι. Και φτάσαμε επιτέλους στις κερασιές. Και κάτω από την αστροφεγγιά, με τη βοήθεια και της αφής, κοιτάξαμε να βρούμε κανένα γινομένο να φάμε. Φάγαμε πέντε-έξι μισοάγουρα ο καθένας και βάλαμε και καμπόσα στο σακούλι. Σκοπός μας όμως ήτανε να φανεί η ζημιά και βαλθήκαμε, παρά τις ενοχές που αισθανόμαστε - τι μας φταίγανε τώρα τα κλαράκια...- να ξεμασκαλίζουμε όσες κλάρες μπορούσαμε. Είπαμε, έπρεπε να αποδοθεί το δίκιο...
Αφού ολοκληρώσαμε το έργο μας, πήραμε το πισωπάτι και γίναμε καπινός. Στην επιστροφή ούτε σκυλιά μας καταλάβανε ούτε τίποτα. Κάπου εκεί στο ρέμα, μετά τον Άγιο Νικόλα προς του Ντέλλα, μας τρόμαξε κάποιο πετούμενο που φτεράκισε τρομαγμένο από κάποιο πλατάνι...μπούφος ήτανε, χουχουλόγερας ήτανε δεν ξέρω, πάντως, από τον φτέρακο καταλάβαμε ότι πρέπει να ήτανε μεγάλο πουλί. Μόλις πιάσαμε τη ανηφόρα στα σπάρτα άρχισε να βγαίνει και το φεγγάρι σχεδόν ολόγεμο στην Τραΐνα, αλλά έτσι κι' αλλιώς τη δουλειά μας την είχαμε κάνει και δεν φοβόμαστε πια μη μας δούνε, πράγμα βέβαια απίθανο γιατί σίγουρα θα τους βλέπαμε πρώτα εμείς. Φτάσαμε επιτέλους στη βάση μας και «άκρα των Λαγκαδίων σιγή». Ακόμα και οι πιο επιμελείς μαθητές είχανε σβήσει το φως.
Δεν θυμάμαι, αν το είπαμε σε κανέναν. Μάλλον κάπου το εκμυστηρευθήκαμε, σαν παλληκαριά, αλλά δεν διαδόθηκε. Έκτοτε όμως δεν ακούστηκε κουβέντα για τα Σερβιωτόπουλα. Δεν ξέρω πως το πήρε ο νοικοκύρης. Δεν θα μπορούσε να φανταστεί βέβαια ότι τη ζημιά του την κάνανε νύχτα κάτι «παλιόπαιδα» και με τα κεράσια αγίνοτα ακόμα. Κι' έτσι από κει και πέρα χρέωνε κάθε χρόνο τις όποιες απώλειες κερασιών, φανταστικές ή μη, δεν ξέρω, σε άλλους ύποπτους.
Μ΄αυτή την ιστοριούλα, βρήκα την ευκαιρία να ξομολογηθώ μια αμαρτία μου, αλλά και να θυμηθώ και να θυμίσω ότι δεν είμαστε κι' εμείς «οσίες» όταν είμαστε παιδιά. Φαντάζομαι, ότι αν είμαστε κι εμείς παιδιά σήμερα, μεγαλωμένοι με τις συνθήκες τις τωρινής εποχής, μέσα σε μια πολυκατοικία, ακούγοντας και βλέποντας τόσες ανοησίες νυχθημερόν από κάθε ανεκδιήγητο δοκησίσοφο και επαγγελματία υποκριτή και λαϊκιστή των ΜΜΕ και παράλληλα προσλαμβάνοντας τόσες άθλιες παραστάσεις από το καθημερινό απάνθρωπο και υπάνθρωπο «γίγνεσθαι», ίσως να σπάγαμε και να καίγαμε πολύ περισσότερα, αν μάλιστα μας αφήνανε και «αμολυτά».
Γιάννης Νικ. Δάρας
Πηγή: Αναμνήσεις - Ιστοσελίδα servou.gr
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου