{Αναδημοσίευση από το artozinos.blogspot.com }
Ο Πετρούλιας της ελληνικής γης
Ο Πετρούλιας ο Νικολάκης γεννήθηκε και ζεί στο βουνό. Κοντά 84 χρόνια τώρα. Στο βουνό μεγάλωσε, ανδρώθηκε, έκανε οικογένεια, Και ζει μόνος του από τότε που «έφυγε η γριά του». Στον οικισμό «Πετρουλαίικα» γνωστό στους ντόπιους, που βρίσκεται σε παλιό μονοπάτι του «Χαλασμένου βουνού», στον αρχαίο «άξονα» που ένωνε την Ηραιάτιδα χώρα με την Τεύθιδα.
Στο σπίτι του και στον οικισμό, ο «πολιτισμός» δεν έφτασε ποτέ. Το νεοελληνικό κράτος δε καταδέχτηκε ποτέ να φτάσει μέχρι τα μέρη του Πετρούλια. Στα χρόνια βέβαια της επανάστασης του 21 η περιοχή έδωσε πολλούς αγωνιστές και μαρτύρησε στη συνέχεια. Καταστράφηκε από τον καταχτητή ολοσχερώς. Τι να έκανε λοιπόν στη συνέχεια η «διοίκησις;», άφησε τον μαρτυρικό τόπο στην τύχη του. Δεν υπάρχει κατ’ αρχήν δρόμος παρά μία ατραπός. Δεν υπάρχει ηλεκτρικό και τηλέφωνο. Και ο Πετρούλιας ποτέ δεν τα αναζήτησε. Ποτέ δεν τα επεδίωξε. Και ποτέ δεν έφτασαν σε αυτόν τέτοιες «πολυτέλειες». Αλλά δεν τις είχε και ανάγκη.
Ο Πετρούλιας έρχεται από πολύ μακριά, από τότε ακόμα που ο θεός της Αρκαδίας δεν ήταν ο Δίας αλλά ο Πάνας. Η ζωή του ίδια και απαράλλαχτη με εκείνη των Αρκάδων ποιμένων, όχι εκείνων που ύμνησε το ρομαντικό κίνημα της Ευρώπης στα χρόνια της Αναγέννησης. Ίδια και συνεχής η ζωή του με των αρχαίων Αρκάδων που εμείς οι αφελείς σήμερα πιστεύουμε πως τους μάθαμε μέσα από όμορφα φτιαγμένα βιβλία και πίνακες ζωγραφικής.
Και ο Πετρούλιας, γνήσιος εκφραστής της και φύλακας της, φρουρός ακοίμητος ενός κόσμου που έρχεται από το επέκεινα. Με ζωή λιτή, όπως ακριβώς την ήθελαν «οι θεοί».
Το ξέρεις καπετάνιε πως πιτσιρικάς ερχόμουν εδώ με άλλα παιδιά από το χωριό; «Ήσουν κι εσύ τότε;» Ναι, ήμουν κι εγώ, φεύγαμε κρυφά από το χωριό και ανεβαίναμε εδώ πάνω, μας άρεσε. «Γιατί, τώρα δεν σου αρέσει;», τώρα περισσότερο από ποτέ καπετάνιε. Ήπιαμε τα τσίπουρα και σηκώθηκα να φύγω. «Τώρα που πηγαίνεις;», εδώ χαμηλότερα να παγανίσω το γουρούνι που θα βγει σε λίγο. «όχι ακόμα, δεν είναι η ώρα του». Και που ξέρεις καπετάνιε την ώρα του; «πριν ανέβεις εδώ, άκουγα τα κλαφουνίσματα των σκυλιών σας. Το ξέρω καλά το δρομολόγιο του κάπρου, θα φτάσεις εκεί στο βράχο και από εκεί θα το δεις να περνάει. Τότε να το παγανίσεις για να φύγει στη ρεματιά. Έχετε εκεί καρτέρια;». Έχουμε καπετάνιε, όλοι τους ένας κι ένας. «Καλά, είναι όμως μεγάλο γουρούνι!».
Η κόρη του Πετρούλια η Ελένη, ανεβαίνει συχνά στον οικισμό για να δει τον πατέρα της. Καμιά φορά και έπειτα από αγώνα μεγάλο, τον καταφέρνει και κατεβαίνει στα χαμηλότερα, στο σπίτι της στη Ζάτουνα. Για λίγο όμως. Δεν αντέχει ο καπετάνιος τη φασαρία. Έχει και τα «πράματα» του που τον περιμένουν πίσω. Παιδιά του και αυτά. Το μικρό του κοπάδι και τα οικόσιτα ζωντανά του.
Καπετάνιε, πως είναι εδώ πάνω η ζωή; Πως τα περνάς; «δεν βλέπεις; αγώνας», και μου έδειξε με καμάρι τα πρόβατα που ήσαν από τα τσοπανόσκυλα κυκλωμένα. Μόνος σου στην ερημιά δεν φοβάσαι; Δίχως ηλεκτρικό, δίχως τα απαραίτητα; «και ποιος ορίζει τα απαραίτητα Άρτε; και τι να το κάνω το ηλεκτρικό; να δω τηλεόραση που βλέπετε όλοι εσείς οι τρελοί στις πόλεις;». «Κοίταξε ένα γύρω τα πράματα ούλα, σε τι τάξη είναι. Βλέπεις τις βελανιδιές; Ξέρεις πως έχουνε ψυχή; Ξέρεις πως έχουνε φωνή και σου μιλάνε;» Εσύ εδώ έρχεσαι για το κυνήγι και φεύγεις πάλι βιαστικός. Τι να προλάβεις
Είναι αρκετοί οι άνθρωποι στην ελληνική φύση σαν τον Πετρούλια, όχι πολλοί αλλά αρκετοί. Και δεν αντέχουν τον πολιτισμό (δημιούργημα της πόλης), δεν μπορούν τα επίπλαστα, τα φτιασιδωμένα. Μύστες και Ιερείς χαλασμένων ναών, που έχουν την γνώση και ζούνε την κάθε στιγμή δίχως βιασύνες, αναπνέουν αέρα παλιό από τα βουνά φτασμένο.
Δεν μου απάντησες όμως καπετάνιε, δεν φοβάσαι; «τι να φοβηθώ Άρτε, το φύσημα του αγέρα; Τι; Το τραγούδι του νερού; Κοίταξε τις βελανιδιές πως καμαρώνουν, μας ακούνε τώρα και κορδώνονται. Εδώ στην ερημιά και στην αγριάδα του τόπου υπάρχει ζωή έμψυχη. Εσύ δεν μπορείς να την δεις έτσι βιαστικός που μου έρχεσαι κάθε φορά!»
Καπετάνιε σε ευχαριστώ για τα τσίπουρα και την κουβέντα. Θα πρέπει να φύγω τώρα. «θα φύγεις χωρίς καφέ;» Εντάξει, να πιούμε τον καφέ και μετά φεύγω. «ωραία, να σου βγάλω εγώ το μπρίκι και τον καφέ με τη ζάχαρη και εσύ θα τα φτιάξεις!» Και βγήκαμε στη παγωνιά να πιούμε τα καφεδάκια μας. Νερό είχαμε από την πηγή όσο θέλαμε.
Ο Νικολάκης ο Πετρούλιας (Σχίζας το πραγματικό του όνομα) κατάγεται από του Σέρβου Αρκαδίας. Αλλά γεννήθηκε, μεγάλωσε και ζει στα Πετρουλαίικα. Τον ευχαριστώ που κάθε φορά που με βλέπει με καλοδέχεται. Φιλόξενος όπως οι πραγματικοί άνθρωποι της Φύσης, ζώντας δεκάδες αιώνες τώρα στη φιλόξενη και άγνωστη αρκαδική γη.
--“Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Τύπος - Κυνήγι του Ελεύθερου Τύπου» την Τετάρτη 11 Μαρτίου 2009”--
*****
*****
Σημείωση δική μας:
Ο Νικολάκης Σχίζας (Πετρούλιας) εγκατέλειψε εγκόσμια και τα «Πετρουλαίικα» στις 24 Ιανουαρίου 2014.
Αιωνία του η μνήμη.
Admin
*****
*****
Σημείωση δική μας:
Ο Νικολάκης Σχίζας (Πετρούλιας) εγκατέλειψε εγκόσμια και τα «Πετρουλαίικα» στις 24 Ιανουαρίου 2014.
Αιωνία του η μνήμη.
Admin
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου